13 Νοε 2014

Ήταν δυό πρωινά χαμόγελα.








Δεν αντέχουν οι άνθρωποι την ελευθερία. Προτιμούν οι πολλοί την ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία φέρνει τη βία και η βία τη δυστυχία. Η δυστυχία μιας προκαθορισμένης ζωής γεννά τον πόλεμο. Ο πόλεμος τη φτώχεια. Όταν ακούμε τη λέξη φτώχεια το μυαλό μας πάει στην οικονομία, ποτέ στην άχρωμη, άγευστη, άνοστη ζωή.

-Μάρθα τι έγινε; Μπορείς να μου μιλήσεις; Ίσως νοιώσεις καλύτερα.
Η Μάρθα παρέμεινε ακούνητη, ήθελε τον χρόνο της. 

Ένα άδειο σπίτι, τα παράθυρα κλειστά, καταμεσήμερο και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Το γατάκι νιαούριζε κυνηγώντας την μοναδική αχτίδα φωτός που έπεφτε στον τοίχο. Ένοιωσα σαν οδηγός που έχει να διανύσει κάποια χιλιόμετρα με αναμμένο το κόκκινο λαμπάκι της βενζίνης. Στις 4 είχα ραντεβού με τον μαραγκό στο ουζερί. Ήταν παρά 10.

-Μάρθα πρέπει να φύγω, έφερα 
donuts, άμα πεινάσεις. Θα τα πούμε το βράδυ. 

Όταν έφτασα στο Ουζερί, ο Βαγγέλης ήταν εκεί ξεφόρτωνε τα έπιπλα με τον βοηθό του. Στις 10 το βράδυ, το πατάρι είχε αλλάξει, τοποθετήθηκε η βιβλιοθήκη, ο καναπές, τα τραπεζάκια, οι καρέκλες, σχεδόν τέλεια.
Πήρα μια πίτσα με τυριά, δυό μπύρες κι έφυγα για το σπίτι. Το μυαλό μου ήταν στην Μάρθα. Όταν έφτασα κάθονταν σε στάση γιόγκας και ήταν ολοφάνερα καλύτερα. Βγήκε απ’ το σπίτι, δίπλα της φώτιζε ένα αναμμένο κερί, το ρολό ήταν μισοανεβασμένο, το ένα φύλλο της μπαλκονόπορτας ανοιχτό, το φεγγάρι συμπλήρωνε το φως. ‘
Όταν μπήκα μου χαμογέλασε, αναθάρρησα.  

-Έφερα πίτσα, πως είσαι; 
-Είμαι καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ.

Δεν αντέχεται ο πόνος, ούτε του σώματος, ούτε της ψυχής. Αντιδρά το σώμα, αναβλύζει η ενέργεια που κρύβει η ψυχή, σχεδόν αντανακλαστικά. Όπως ξεμουδιάζει ένα χέρι ή πόδι που πιέστηκε πολύ.

Κάθισα απέναντί της σταυροπόδι στο πάτωμα. Εκείνο το βράδυ μου είπε ολόκληρη την ιστορία της. Μια απίθανη ιστορία, απ’ αυτές που νομίζεις ότι συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο ή στα μυθιστορήματα. 

- Θα σου τα πω όλα, έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Θα μου υποσχεθείς όμως, πως δεν θα γράψεις και δεν θα μιλήσεις σε κανέναν από όσα θα πούμε απόψε.
-Σύμφωνοι. Στο υπόσχομαι.

Κάπως έτσι ξεδιπλώθηκε η Μάρθα. Μόνο όταν φτάνεις στον πάτο, επαναστατείς, μόνο όταν οι αντοχές έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα όρια. 

Οι πρώτες αχτίδες της μέρας μπήκαν στο δωμάτιο, το τασάκι δίπλα μας γέμισε γόπες, τα μάτια μας ήταν κόκκινα.

-Μάρθα η ζωή σου μοιάζει πολύ με την ιστορία της Ελλάδας, αν κάποτε μάθω να γράφω, όπως οι συγγραφείς, θα ήθελα να τη γράψω. Θα αλλάξω τα ονόματα, όπως κάνουν στα μυθιστορήματα, εσύ δεν θα φαίνεσαι πουθενά. Νομίζω ότι ενδιαφέρει πολλούς. Κι όταν μπορείς να αφηγηθείς τη δικιά σου περιπέτεια του πόνου, λυτρώνεις και άλλους σαν  εσένα. Πόσο έχουμε δικαίωμα να μην εκφράζουμε αυτά που μας συμβαίνουν, όταν συμβαίνουν στους περισσότερους; Δεν είναι αυτή μια λύτρωση και προσφορά μαζί; 

-Μου χαμογέλασε, ακούμπησε με την παλάμη της το χέρι μου, και μου είπε: 
-Μάθε πρώτα να γράφεις, να ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα, να περάσει ο χρόνος, να υπάρξει απόσταση και τότε βλέπουμε. 
-Της χαμογέλασα κι εγώ. 

Ήταν δυό πρωινά χαμόγελα.


Ταξιδευτής
13 Νοεμβρίου 2014 (35)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου