15 Σεπ 2014

Ευτοπία






Άκουσα πρώτα το κλάμα του. Μετά είδα δυό μικρά ποδαράκια να γρατζουνάνε χαμηλά το τζάμι. Τα ρολά ίσα που ήταν ανεβασμένα να μπαίνει λίγο φως. Δυό πράσινα ματάκια με κοίταζαν. Είναι απίστευτο πως γαλήνεψα στη στιγμή.
Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα. Απαλά αθόρυβα, με μικρά βηματάκια ήρθε μέσα. Περπατούσε τώρα πάνω στο  σκονισμένο παρκέ, στο άδειο δωμάτιο. Άσπρο κάτασπρο, μηνών. Απορημένο. Απορημένος κι εγώ.
Έκατσα σταυροπόδι, σε στάση γιόγκας. Αυτό απέναντι, να με κοιτάει στα μάτια, άρχισε να τεντώνεται, μετά να κουλουριάζεται. Ανεπαίσθητα η αναπνοή του έδινε ρυθμό στο σώμα του.
Πως βρέθηκε στη βεράντα,  ποιος το άφησε;
Το σπίτι στον πρώτο όροφο, έβλεπε στον ακάλυπτο. Είδα την κληματαριά, γεμάτη άσπρα σταφύλια. Σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, η πίσω πλευρά της πολυκατοικίας ίσκιωσε. Γλυκό τελείωμα του Αυγούστου, ανέδυε την επερχόμενη φθινοπωρινή επερχόμενη αύρα.
Με ακολούθησε στη βεράντα, μπερδεύτηκε στα πόδια μου. Το χάιδεψα για πρώτη φορά. Σαν μεταξωτό πανί η ζεστασιά του.
Γυρίσαμε στο δωμάτιο, κατέβασα τα ρολά, λίγες φωτεινές δέσμες απέμειναν στους τοίχους. Δεν μιλούσαμε. Χόρευε για να μου μιλά. Κυνηγούσε το φως.
- Πεινάω, ήταν η πρώτη λέξη του.
- Θα σου φέρω φαγητό, είπα
Ντύθηκα αστραπή. Γύρισα με ένα μπουκάλι γάλα Τρίκκη και ένα γιαούρτι Όλυμπος. Κι ένα μπουκάλι νερό. Και δυό παγωμένες μπύρες. Πήρα και μια κασετίνα Καρέλια.
Έφαγα με τα δάχτυλα το γιαούρτι και έβαλα το γάλα στο κεσεδάκι. Έπεσε με τα μούτρα. Πεινούσε.
Μετά ήπιαμε νερό. Μετά από μια μέρα περπάτημα στην έρημο συναντήσαμε μια όαση. Έτσι γίναμε φίλοι.
Άνοιξα μια μπύρα να το γιορτάσουμε. Χορεύαμε και οι δυό από χαρά. Μια χαρά ανείπωτη. Δεν υπήρχαν δεινά πια στον κόσμο. Ούτε ο Έκτωρας. Όλα τα σημαντικά, έγιναν ασήμαντα. Όλα τα ασήμαντα σημαντικά.
Ποια προβλήματα; Κάνε μια βόλτα στο νεκροταφείο. Όλα σταματάνε εκεί. Ένα πρόβλημα ασθενεί μπροστά σ’ ένα μεγαλύτερο. Μια χαρά λιγοστεύει μπροστά στον έρωτα. Ένας Έρωτας ξαναγεννά τη ζωή.
Η κυρία Δέσποινα ήταν πολύ όμορφη όταν πήγαινα στο γυμνάσιο. Μπαινόβγαινε στο απέναντι μπαλκόνι. Τώρα κάθεται στην πολυθρόνα της τυλιγμένη μ’ ένα μαύρο σάλι. Τα μαλλιά της άσπρισαν. Στα χέρια της τρεμοπαίζουν οι βελόνες που πλέκει ακόμα. Η κυρία Δέσποινα τώρα είναι γριά. Λάμπει το βλέμμα της, την στολίζει το μόνιμο χαμόγελό της. Διακρίνω μέσα από τις χαραμάδες που αφήνουν τα στόρια,- τόση ώρα την κοιτάω- την πληρότητα μιας γεμάτης ζωής. Η κυρία Δέσποινα απολαμβάνει τη ζωή, δίχως περιττά φκιασίδια Πάντα τη θυμάμαι απέριττη, λιγομίλητη, να φροντίζει τον μικρό κήπο της βεράντας της. Δίπλα της μια λεμονιά γεμάτη λεμόνια. Σαράντα χρόνια μετά άραγε θα με αναγνωρίσει, ή θα με περάσει για καινούριο ένοικο;
Ανοίγω τη μπύρα, το μικρό χοροπηδάει σαν τρελό. Οι σκέψεις μου χορεύουν, μια στη ζωή και  μια στα παραμύθια. Η ζέστη με ιδρώνει, ανοίγω διάπλατα, μπαίνει αέρας στο δωμάτιο.
Τελειώνει το καλοκαίρι. Ο κόσμος επιστρέφει στην πόλη. Τον Σεπτέμβριο το Ουζερί θα ανοίξει. Μαζί με το Τρικαλινό παζάρι…
Πρέπει να πάψω να αυτοκυκλώνομαι.  Ζωγραφίζω μια τεθλασμένη γραμμή, πάνω στη σκόνη… Σαν καρδιογράφημα.
Εδώ θα μένω πια. Στα παιδικά μου χρόνια.



Πανύψηλα γυμνά δέντρα, απέραντο, ατέλειωτο, δάσος χωρίς οξυγόνο. Καμένοι κορμοί, αποκαΐδια. Περπατούσα χαμένος, ξυπόλυτος, μέσα στο τρυφερό πράσινο που φύτρωνε στο χώμα. Σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Περπατούσα, περπατούσα,περπατούσα. Θλιμμένος, πέτρα το στήθος μου,τα πόδια μου βάραιναν, έσταζαν αίμα, τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω, η αναπνοή μου δυσκόλευε. Μύριζε ο τόπος θειάφι, παράξενη μυρωδιά.
Ξαφνικά άρχισαν τα δέντρα να βγάζουν φύλλα, να κελαηδούν πουλιά στα δέντρα, μες το χορτάρι να φυτρώνουν άνθη κατακόκκινα. Τα χέρια μου λύθηκαν, περπατούσα τώρα ανάλαφρα, σχεδόν πετούσα. Δίπλα μου ελάφια έπιναν νερό σε πηγές. Μετά κοίταγαν ψηλά, τον ουρανό της ευτοπίας.

Το γατάκι περπατούσε πάνω στο σώμα μου, σήκω πάνω, νιαούριζε στο αυτί μου. Ευτυχής στο όνειρο της ουτοπίας. Έξω είχε νυχτώσει, όταν ξύπνησα.


Ταξιδευτής
15 Σεπτεμβρίου 2014 (29)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου