25 Νοε 2021

Το κενό



Πήρε την θλίψη και την έκανε κομμάτια,  μαζεύτηκαν πολλά. Ύστερα φόρεσε ένα λευκό μακό, το σορτς της γυμναστικής, αθλητικά παπούτσια και βγήκε στη βροχή. Άρχισε να τρέχει, θα έφτανε ως εκεί που θα συναντούσε το κενό.

Ήθελε πια να ξεφορτωθεί ότι τον γέμιζε, όνειρα, σκέψεις, ιδανικά.

Στα πρώτα βήματα πέταξε την πολιτική σκέψη του, δεν τον πήγε πουθενά, τον βάραινε από παιδί. Μετά άφηνε την βροχή να του ξεπλύνει και το τελευταίο όνειρο, του δέσμευαν τη σκέψη του.  Όσο έτρεχε άφηνε ίχνη ζωής που δεν κατέκτησε. Πέταξε ολόκληρη τη σκέψη του κι ένοιωσε ανάλαφρος.  Ήθελε μόνο να συναντήσει το κενό, έτρεχε και πέταγε...

Στη λίμνη άδειασε όλα τα βιβλία που διάβασε, τα τραγούδια που αγάπησε, τις γυναίκες που λάτρεψε. Η λίμνη ανέβασε τη στάθμη της, αυτός την αντοχή του.

Έτρεχε τώρα μέσα στο δάσος, ψιθύρισε όλους τους φίλους του στους θεόρατους κορμούς της οξιάς, τους χάρισε όλους.

Ποιά πατρίδα, ποιά οικογένεια, ποιά γλώσσα; Όλα στο ποτάμι που έτρεχε τώρα ορμητικό μαζί του να συναντήσει τη θάλασσα. 

Ακούμπησε την πλάτη του σε μια βελανιδιά, ξεφορτώθηκε τα ιδανικά, ποιά ιδανικά, πολεμικές σημαίες έγιναν όλα. Κοντοανάσαινε, η βροχή δυνάμωσε, ήταν χιλιόμετρα μακριά απ' τη ζωή του. 

Ήθελε, λέει, να συναντήσει το κενό. 

Τρέχοντας πέταξε όλα τα συναισθήματα, όλες τις εμμονές του. Η μελαλύτερη εκείνη που τον πήγαινε στο κόκκινο, πως ο κόσμος θ' αλλάξει. 

Νύχτωσε, σκοτάδι, το κρύο του Νοέμβρη, δεν έβλεπε τίποτα, έτρεχε στα τυφλά. 

 Μια στιγμή πεθύμησε το φεγγάρι, πέταξε και τις επιθυμίες μαζί με τις ευχές που έκανε. 

Άκουγε μόνο την καρδιά του, χτυπούσε τώρα δυνατά. Σκέφθηκε να την ξεριζώσει, πως όμως; 

Αντί γιαυτό έβγαλε το ένα του μάτι, το χάρισε στο σκοτάδι. Αν έβλεπε το σκοτάδι το φως, θα ήταν διαφορετικά. Αν η ζωή έβλεπε τον θάνατο, δεν θα έτρεχε τώρα στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου