1 Ιουν 2014

Ένα τραίνο που αγκαλιάζει όλη τη γη






Ένοιωθα περικυκλωμένος από τα Ματ. Στην αρχή μου ζήτησαν το διαβατήριο, ήταν  ένας μεσήλικας φαλακρός  με  πολιτικά.Την ώρα που μιλούσα με τον Αλέξη για τις φωτιές που άναψαν εδώ.

Μετά σαν θηρία όρμησαν πάνω μου, δεκάδες γουρούνια με ασπίδες και γκλόμπς, φορούσαν ασφυξιογόνες μάσκες, δεν διέκρινα τα πρόσωπά τους. Δεν καταλάβαινα τα Τούρκικα. Μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά με έριξε κάτω. Σαν σακί με τράβηξαν πάνω στην άσφαλτο. Τα χείλη μου μάτωσαν, το στόμα μου γέμισε αίμα, λέξη δεν έβγαζα. Δίπλα μου άκουγα φωνές και συνθήματα. Ο πόνος δυνάμωνε,  λες και με είχαν δέσει πίσω στο κάρο και με σεργιανούσαν μέσα στο ανήμπορο πλήθος.  Η πλατεία Κιζιλάι  γέμισε ασφυκτικά δακρυγόνα και βρώμικο νερό.  Ήμουν λιπόθυμος πια, αδύνατος στα χέρια τους, όταν έπεσε μια γκλομπιά στο κεφάλι μου. 

 Έβγαλα μια φωνή πόνου. Πετάχτηκα πάνω. Μούσκεμα στον ιδρώτα. 
- Τι έπαθες, είπε ο Σπύρος από δίπλα μου. Δυό μας στο ίδιο δωμάτιο της ορθοπεδικής του Νοσοκομείου. Αυτός έπεσε από τη μηχανή, σακατεύτηκε. 
Το χέρι μου ήταν δεμένο από ψηλά, μες τι νάρθηκα και στις γάζες. 
- Φώναξε τη νοσοκόμα, ψέλλισα..  Εφιάλτης. Νερό. Διψάω. 

Από πάνω μου ένα τρυφερό χαμογελαστό πρόσωπο προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Ήπια νερό, ο πόνος στο χέρι τώρα ήταν δυνατός.  
- Σιώπα, θα σου κάνω μια ένεση, θα νοιώσεις καλύτερα.   Μέσα απ’ τη προταγμένη βελόνα, εγώ έβλεπα τα γαλάζια μάτια της. Την έλουζαν τα ξανθά της  μαλλιά. Μέσα στην άσπρη στολή της, ήταν σαν άγγελος. 
- Πως σε λένε;
- Μάρθα. Έλα, δώσμου τα άλλο χέρι σου. 

Η σήραγγα άδειασε, όταν την τράβηξε πονούσε και το άλλο χέρι. Ο πόνος ισορρόπησε τώρα. 
- Θάρθω σε λίγο να σου  αλλάξω τις γάζες.  Κι έφυγε. 

Ο Σπύρος κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι,ήταν η δεύτερη εβδομάδα στο κρεβάτι , μετά από τρεις εγχειρήσεις.
Από το παράθυρο φαινόταν  το πρώτο απόγευμα του Ιούνη. Ζεστός καιρός με σύννεφα έτοιμα να  δροσίσουν τη γη. Τα χελιδόνια είχαν κάνει φωλιά στο μπαλκόνι και πηγαινοέρχονταν. Είχε μια καλοκαιρινή άχνη ο καιρός έξω, η άσπρη κουρτίνα φλέρταρε με το δροσερό αεράκι του κάμπου κι εγώ  προσπαθούσα να γλυκάνω τον πόνο με το φαντασιακό είναι μου. 

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα ήμουν αλλού. Ένα ανικανοποίητο αίσθημα με κυνήγαγε. Παιδί ονειρευόμουν να μεγαλώσω, μεγάλος ήθελα να μικρύνω.  Ήμουν στο χωριό και ονειρευόμουν την πόλη. Είμαι στην πόλη κι αναζητάω το χωριό.
Αγάπησα πιο πολύ την Ελλάδα απ’ έξω. Εδώ όλα τα έβλεπα στραβά, όταν έλειπα δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω πίσω. Ο πιο ένθερμος οπαδός της χώρας μου ήμουν εγώ, όλα τα δικαιολογούσα στων ξένων τις επιβολές.
Στα πιο μεγάλα ταξίδια μου δεν έπαιρνα βαλίτσες. Παρά μόνο την φαντασία μου, το απρόσμενο, το απροσδόκητο, την περιπέτεια της ζωής. Τον έρωτα. 
Κι ένα τραίνο, ένα τραίνο που αγκαλιάζει όλη τη γη. Με σταθμούς, την  Ειρήνη και τ’ Ό νειρο.


Ταξιδευτής
1 Ιουνίου 2014(10)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου