Στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο ζωγραφίζω σχέδια. Ένα βουνό από τσαλακωμένα χαρτιά μπροστά μου. Τέσσερα πατημένα τενεκεδάκια Άμστελ, πεταμένες γόπες Καρέλια. Μια χρυσή κασετίνα γεμάτη δίπλα μου. Πετάω εκνευρισμένος το τετράδιο στον απέναντι τοίχο, διώχνω τη μύγα απ’ το χέρι μου, ζεσταίνομαι, βγάζω και το μακό. Το πετάω μέσα στις σκόνες κι αυτό. Τα γένια μου έχουν μεγαλώσει, δεν θυμάμαι πότε λούστηκα τελευταία φορά. Μυρίζω ιδρώτα, το μαγαζί μυρίζει μούχλα. Ένα άδειο μαγαζί. Ένα άσπρο χαρτί. Θέλω να το ζωγραφίσω. Δεν είμαι ζωγράφος. Πονάει το κεφάλι μου, πάω στο απέναντι φαρμακείο και παίρνω ένα κουτί ντεπόν. Πίνω ένα, πίνω και μια γουλιά μπύρα ακόμα. Δεν είναι καλή η συνταγή. Πρέπει να ηρεμήσω. Ανάβω τον zipo, κάθομαι σταυροπόδι, κάνω γιόγκα, κοιτάω το ταβάνι, ακούω στη διαπασών τον εκφωνητή του ματς, φωνές γηπέδου με πνίγουν. Μια μεγάλη μύγα μπαίνει από το σπασμένο τζάμι. Ζουζουνίζει πέρα δώθε. Ανοίγω διάπλατα την πόρτα. Δεν βγαίνει. Παίρνω το μπλουζάκι από το πάτωμα και την κυνηγάω. Σταματάει το θόρυβο μόνο όταν κάθεται στο ταβάνι. Κάνω μπάλα τη μπλούζα και την εκσφενδονίζω. Παλεύω μαζί της. Ιδρώνω. Κομμάτια ιδρώτας ποτίζει το πάτωμα και τη σκόνη. Αποκαμωμένος κάθομαι. Πάλι η πλάτη στον τοίχο. Ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια. Δεν υπάρχει καρέκλα. Η μπύρα ζεστάθηκε. Ξανασηκώνομαι, πετάγομαι στο διπλανό περίπτερο και παίρνω άλλη. Παγωμένη. Μούσκεμα, πέφτει ο πυρετός. Δεν είχα πυρετό. Δεν με πονάνε τα λαιμά. Ένα λαιμό έχω. Θα σε πνίξω του λέω. Σύνελθε. Ο πόνος. Με εκδικείται το σώμα. Η Ελλάδα του Μάκη και του Σάκη. Η Ελλάδα πέφτει πάνω μου. Μια κίνηση απελπισίας. Τα δυό μου χέρια αρπάζονται. Το ένα γρατσουνάει το άλλο. Αδυσώπητο μίσος. Στο τέλος και τα δυό στάζουν αίμα. Πάω στον απέναντι τοίχο και σωριάζομαι πάλι. Το στομάχι μου πονάει δυνατά. Δεν προλαβαίνω να σηκωθώ, κάνω εμετό πάνω μου. Βρωμάει ο τόπος γύρω μου. Ένα άδειο μαγαζί. Οι κινέζοι θα πάρουν τα λιμάνια. Κανένα λιμάνι δικό μου πια. Θέλω να δώσω πάλι μπουνιά στον τοίχο. Συγκρατήθηκα. Το νοσοκομείο. Κάποιος κοιτάει μέσα στο άδειο μαγαζί. Στο άδειο μου κεφάλι. Σε λίγη ώρα καταφθάνει ο ομάδα Δίας. Με κράνη και πανοπλία. Έμοιαζαν θηρία.Μπουκάρουν μέσα. Μου ζητάνε ταυτότητα. Δεν έχω. Δεν έχω καμία ταυτότητα. Αφήστε με. Να ηρεμήσω θέλω. Με κυνηγάτε όσο τα χρόνια μου. Τι θέλετε από μένα; Μου είστε άγνωστοι. Ποτέ δεν σας ζήτησα τίποτα. Δεν σας δίνω τίποτα. Οι μπάτσοι κάθονται απέναντι. Εγώ στο πάτωμα. Ζητάω ένα χαρτί απ’ αυτούς. Θα σας γράψω όλα τα στοιχεία μου. Το χαϊβάνι μου δίνει μια κόλα χαρτί. Ζητάω το τετράδιο. Θέλω κάπου να ακουμπάω. Μου το δίνει το άλλο χαϊβάνι. Γράφω ανορθόγραφα σαν τον Μποστ. Ζωγραφίζω. Η μαμά Ελλάδα, ο Πειναλέων, η Ανεργίτσα τα παιδιά της. Πενήντα χρόνια από τότε. Τα παιδιά της γέρασαν. Άλλα πέθαναν, άλλα πήραν σύνταξη. Λίγα μωρά γεννούνται μ’ ένα βαρύ σακί στον ώμο. Ασήκωτο. Κοιτάν να δραπετεύσουν. Η χώρα τους μια φυλακή. Οι μπάτσοι στο κεφάλι μου. Έλα μαζί μας.
-Γαμηθείτε. Παραβιάσετε το προσωπικό μου άσυλο. Σκοτώσατε τη ζωή μου. Πάρτε το πτώμα μου. Πτωματοσυλλέκτες.
Με κοίταγαν βουβοί και άβουλοι. Ήρθα εδώ να σχεδιάσω το αύριο. Το ουζερί… σχεδόν τέλεια. Να έρχεστε να πίνουμε τσίπουρα, να μεθάμε με ποιήματα. Σας αρέσει η ποίηση;
Είδα δυό μικροσκοπικά ανθρωπάκια στην πόρτα να φεύγουν. Μια μικρή νίκη.
Βγήκα έξω στη Γλάδστωνος. Έπεφταν χοντρές σταγόνες βροχής. Η βροχή δυνάμωσε. Λύτρωση.
Ταξιδευτής
19 Ιουνίου 2014 (20)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου