24 Ιουν 2014

Τα κεράσια της Μεσοχώρας

Μεσοχώρα, Ασπροπόταμος, Καζάνια
Φώτο από www.facebook.com/groups/mesochora/


Όταν ήμουν μαθητής στο χωριό, η εκκλησία ήταν υποχρεωτική. Κάθε Κυριακή. Ντυνόμασταν, στολιζόμασταν, μπροστά ο μπαμπάς, πίσω η μαμά και εμείς. Συν γυναιξί και τέκνοις, έλεγε ο πατέρας μου. Ανάβαμε κερί και ορθοστασία μέχρι να τελειώσει. Μαρτύριο. Κι ένα άλλο μαρτύριο, που ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω, εκείνη η εικόνα μπαίνοντας δίπλα στο παγκάρι. Η κόλαση και ο παράδεισος. Ο φόβος και ο τρόμος, μη παραβούμε τις δέκα εντολές. Η κόλαση με τα καζάνια να βράζουν, φλόγες σαν φίδια να βγάζουν δηλητήριο, κολασμένοι να γκρεμοτσακίζονται και από δίπλα τα γέρικα ζευγάρια στα παγκάκια γεμάτο χαμόγελα, πεταλούδες, πολλές πεταλούδες λες και ο ζωγράφος κουβάλησε ολόκληρη την κοιλάδα των πεταλούδων της Ρόδου. Ο πατέρας ήταν αυστηρός και θρήσκος. Δεν σήκωνε κουβέντα.
Απειλή του κάθε φορά ήταν η κόλαση.  Εγώ έβγαζα τη γλώσσα έξω και τον κορόιδευα. Ήμουν μικρός αλλά καταλάβαινα τις αντιφάσεις του. Από τη μια ο καλός θεός που όλα τα συγχωρεί και από την άλλη τα καζάνια που έβραζαν. Εγώ βέβαια προτιμούσα τα καζάνια στο ποτάμι, που με έβρισκες που με έχανες, στον Ασπροπόταμο ήμασταν τα μεσημέρια. Περιέργως τότε φώναζε η μαμά, θα πνιγείτε στο ποτάμι, ξέρετε πόσοι έχουν πνιγεί. Όταν γυρίζαμε το βράδυ άρχιζε το δικό της τροπάρι. Μην αργήσετε έξω, κυκλοφορούν φαντάσματα. Έρχονται οι πεθαμένοι από το νεκροταφείο, κρατάνε ένα  μεγάλο σύρμα αναμμένο και κυνηγάνε τα παλιόπαιδα. Να είστε καλά παιδιά. Άλλες φορές μας μιλούσε για αγίους με άλογα και κοντάρια, που βγαίνουν βόλτα στο χωριό τη νύχτα και μαζεύουν τα παιδιά  Εμείς τρομάζαμε, αλλά μυαλό δεν βάζαμε. Παίρναμε τα κολοκύθια από τον κήπο, βγάζαμε τα σπόρια και την ψύχα από μέσα και βάζαμε ένα αναμμένο κερί. Ανοίγαμε δυό μάτια και μια μύτη και βάζαμε τη νεκροκεφαλή μέσα στον κήπο με τα φασόλια και τα καλαμπόκια. Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος διάβολος από μένα. Έβγανε η μάνα να πάει στον καμπινέ δίπλα στον κήπο όταν νύχτωνε και έβαζε τις τσιρίδες. Δεν είχαμε ρεύμα τότε στη Μεσοχώρα. Η λάμπα με το πετρέλαιο ήταν όλο το φως και το φεγγάρι. Όταν είχε. Γέμιζε ο τόπος κολοφωτιές, ξέρεις πυγολαμπίδες. Εμείς τις πιάναμε και πασαλείφαμε τα ρούχα, σαν εξωγήινα ανθρωπάκια γινόμασταν. Φώναζε πάλι η μάνα, θα γεμίσετε ψύλλους, τώρα θα δείτε στον πατέρα σας όλα. Ο πατέρας μόνο η εκκλησία τον ένοιαζε, μετά έπαιζε κολτσίνα στο καφενείο και μεις παρακαλούσαμε να κερδίσει, να φέρει λουκούμια στο σπίτι. Πόσα λουκούμια δεν φάγαμε παιδιά, τα μισά δόντια τα χάσαμε από τα λουκούμια. Αλλά και γλυκά του κουταλιού η μαμά έκανε. Τα κεράσια της Μεσοχώρας είναι τα καλύτερα κεράσια για γλυκό. Η μαμά τα έλεγε τραγανά. Εμείς κόβαμε βάντες και τρώγαμε σκουλήκια και κεράσια μαζί. Άλλα και τα βατόμουρα. Μαύρα και πιο τραγανά από τα κεράσια. Μαύρα χείλια, κόκκινα χείλια. Τα κράνα γίνονταν μετά της Παναγίας.

-Μάστορα, πάρε μια ανάσα
-Χάρη πήγα πάλι την Κυριακή στη Μεσοχώρα. Σαν παιδί ένοιωσα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη στο χολ και τρόμαξα. Άσπρα μαλλιά, ρυτίδες, κοιλιά, τρόμαξα Χάρη. Είδα και μια φωτογραφία από τότε που ήμουν φαντάρος στην Ξάνθη με χακί ρούχα και δίκοχο. Τα μισά κιλά. Αλλά τότε παίζαμε μπάλα  κάθε μέρα. Χτες το βράδυ έβλεπα τον Μέσι και ήπια πέντε μπύρες. Τώρα είμαστε θεατές Χάρη, τότε ήμασταν πρωταγωνιστές.
-Το σημάδι στο μπράτσο από πού είναι Λάμπρο;
-Απ’ τη Μεσοχώρα κι αυτό. Ήμουν ούτε δέκα χρονών, φάγαμε το μεσημέρι, κάθε μέρα πίτες και φασολάκια είχαμε το καλοκαίρι. Πήραμε τη φέτα το καρπούζι και πήγαμε κάτω από την μεγάλη καρυδιά. Μετά ανέβηκα πάνω σε ένα κλωνάρι της καρυδιάς να κάνω κούνια, έσπασε το κλωνάρι και βρέθηκα στο φράχτη με το αγκαθωτό σύρμα. Βγήκαν τα έντερα έξω από το μπράτσο, έλεγα. Εδώ ο Δίας γέννησε από το κεφάλι την Αθηνά. Στον Νοσοκομείο για αντιτετανικό. Κάθε φορά και μια ένεση. Πατούσα καρφί, ένεση, έπεφτε ένας τενεκές στο κεφάλι ένεση, ένεση για τη μια αρρώστια, ένεση για την άλλη, να κι άλλο σημάδι στο άλλο χέρι από ένεση με ξυραφάκι.
-Λάμπρο θα χρειαστούμε άλλο τσιμέντο; Ο άμμος φτάνει για σήμερα;
-Φτάνουν μη σε νοιάζει, εγώ έκτισα τα Ζαγοροχώρια, δυό τοίχους στο Ουζερί πως θα κάνουμε; Λίγο ασβέστη θα πας να πάρεις μόνο. Ένα σακουλάκι στον ώμο.

Ο Λάμπρος συμμαθητής στο γυμνάσιο του άρεσε να κτίζει. Σταμάτησε το γυμνάσιο στην τετάρτη και από τότε κτίζει. Είχα χρόνια να τον δω, αλλά τον βρήκα. Μέχρι αύριο θα  είναι έτοιμο το τζάκι, το μπαρ, οι θόλοι στους τοίχους για τα κρασιά, έχουμε πέντε μέρες τώρα που δουλεύουμε.  Στα διαλείμματα καπνίζουμε και λέμε ιστορίες. Είμαι καλός βοηθός λέει. Είχα καιρό να ακούσω καλή κουβέντα.

Ταξιδευτής
24 Ιουνίου 2014 (21)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου