12 Ιουν 2014

Σχεδόν στα χείλη


Βρέθηκα στη Γλάδστωνος την ώρα που έκλεινε η αγορά. Οι μαγαζάτορες έβαζαν μέσα την πρωινή πραμάτεια του δρόμου. Παιδικά ρούχα, φθηνά παπούτσια, ομπρέλες για τις καλοκαιρινές μπόρες, καροτσάκια για τη λαϊκή, είδη κομμωτηρίου, βιολογικά προϊόντα, ένα καινούριο καφέ με γιγαντοοθόνη έξω να δείχνει τον αγώνα Βραζιλίας – Ισπανίας, δίπλα χρώματα και σιδηρικά, φρεσκοκομμένος καφές, νήματα για πλέξιμο, είδη δώρων και Κρητικά προϊόντα, μια πιτσαρία κι ένα εστιατόριο Εν Ελλάδι, ένα φαρμακείο κι ένα παλιό καφέ, ένα βιβλιοπωλείο κι ένα μαγαζί για αντικλείδια, γραφεία γιατρών και δικηγόρων. Τα πρόσωπα των ιδιοκτητών σκυθρωπά, τα βήματα τους αργά, λίγες οι κουβέντες. Άλλη μια μέρα χωρίς αντίκρισμα.  Η κυβέρνηση έβαλε αυτόν που έβαζε τάξη στην ανάπτυξη της χώρας. Κανένας πια δεν πιστεύει στην ανάπτυξη. Όλοι μιλάνε για τις εκλογές του Σεπτέμβρη.  Εκτός από τον Γιακουμότο,  είπε κάποιος. Ρώτησα ποιος είναι ο Γιακουμότο και μου είπαν κάποιος που βγαίνει στα κανάλια από το 74 κάθε μέρα και λέει τις προβλέψεις. Κρυφακούω τις κουβέντες των περαστικών, βλέπω τα χαμηλά τους πρόσωπα. Κάποιοι περιμένουν ένα βραζιλιάνικο θαύμα.  Μια ανάταση, χρόνια στο γόνατο. 
Η Γλάδστωνος έχει την οικειότητα της οικογένειας, το παλιό φιλότιμο του προσωπικού δρόμου, την ιστορία της πόλης. Στέκεται με το ένα πόδι στη δεκαετία του 60 και με το άλλο στο χαοτικό μέλλον. Τούτο τον δρόμο ή τον ερωτεύεσαι ή τον αρνείσαι.  Αναπνέει τη γειτονιά, τους καημούς και τα όνειρα μαζί.  Αρνείται τα νέον χρώματα και τα αστραφτερά καμώματα.  Λες και στέκεται δίπλα στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Το χειμώνα περνάει ο σαλεπιτζής, το καλοκαίρι ο παγωταντζής. Στο σταυροδρόμι μόνιμα το ακορντεόν απλώνει τη μελωδία του σε όλο το δρόμο. Όταν συχνά περνάει και η λατέρνα συντονίζονται όλα πάνω στο  Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία.  
Στη γωνία μια μάνα  κάθεται σταυροπόδι, θηλάζει το μωρό της και παρακαλάει. Δίπλα της ένα  εξάχρονο ζωγραφίζει σ’ ένα μπλε τσαλακωμένο τετράδιο. Δίνω κάτι ψιλά στη μαμά, τι ζωγραφίζεις ρωτάω τον μικρό; Με κοιτάει με τα μεγάλα του αθώα μάτια, ένα μικρό χαμόγελο αχνοφέγγει στο προσωπάκι του. 
-Προσεύχομαι, ζωγραφίζω τ’ όνειρο του μπαμπά, ψάχνει να βρει δουλειά. 
-Τι δουλειά; 
-Είναι μηχανικός αυτοκινήτων.  
-Τώρα που είναι; 
-Είναι άρρωστος, σπίτι. Παίρνει χάπια.
Η μαμά έμοιαζε άσχημη, ενώ ήταν όμορφη. Το στήθος της διαφανές λευκό, διέκρινες μέσα του τις σκούρες φλεβίτσες. Στα μάτια της μαύροι κύκλοι…..
Πρόλαβα και πήρα ένα  κόκκινο τετράδιο 
magic clips  κι ένα pilot V5. Κι ένα μαθητικό μέτρο. Καιρός για σχέδιο. 
Είδα πρώτα το σπασμένο ακόμα τζάμι, μετά είδα την πόρτα ανοιχτή. Μπαίνοντας είδα και την Ειρήνη.
-Εδώ είσαι; Τη χαιρέτησα 
-Σε περίμενα Χάρη. 
Φορούσε ένα φόρεμα με τον ουρανό του καλοκαιριού πριν τον δεκαπενταύγουστο, πάνω ατέλειωτα μικρά άστρα, ο αποσπερίτης, η πούλια και ο αυγερινός. Και το μισό φεγγάρι. 
-Πόνεσες; 
-Όχι. Δεν κατάλαβα τίποτα.
-Τώρα ξέρεις.
-Γηράσκω αεί αναθεωρών, έγραφε ο Αναγνωστάκης. 
-Χάρη έχω καλά νέα. Σκέφτηκα. Ξέρω καλά ποιος είσαι. Ξέρω πως δεν μπορείς να κάνεις βήμα και ψάχνεις τρόπους. Θέλω να σε βοηθήσω. 
-Πως; Ήδη με βοήθησες, δεν πληρώνω ένα εξάμηνο νοίκι. Ώσπου να ξεκινήσει το ουζερί. Θα το παλέψω. Γιατί το πιστεύω. Θα τα καταφέρω. 
- Έχω κάτι χρήματα στην άκρη, θα σου τα δώσω δανεικά να ξεκινήσεις. 
-Μα..  Απόψε θα μιλήσω στον πατέρα. Ελπίζω να βοηθήσει εκείνος.  Στο κάτω κάτω δεν είναι ντροπή, μοναχογιός είμαι.  Δηλαδή ντροπή είναι να μη μπορείς να σταθείς στα δικά σου πόδια και να ακουμπάς στη ηλικία μου στα χρόνια των γονιών σου. Αλλά δεν έχω άλλη λύση.
- Κάνε ότι νομίζεις. Πάρε αυτή την επιταγή. Θέλω να σε βοηθήσω στο ξεκίνημα σου. 
- Ξεκίνημα στα 55;
- Δανεικά ε; Σε εμπιστεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Θέλω μόνο μια χάρη; 
-Τι; 
-Σε μια γωνιά θα βάλεις το γραμμόφωνο του πατέρα μου, θέλω όταν  έρχομαι να τον θυμάμαι μες τα τραγούδια. Μες τις σκέψεις σου. Λάτρευε κι εκείνος σαν εσένα, τα βιβλία και τα τραγούδια. Ξέρω, διαισθάνομαι τι πας να κάνεις. 
-Ευχαριστώ Ειρήνη. 
Της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο, δίπλα στα χείλη, σχεδόν στα χείλη. 
Και τώρα δουλειά. Από τώρα. Θέλει πολλή δουλειά το όνειρο. 
Απέναντι το Μικέλ καφέ ήταν γεμάτο από νέους. Καταμεσήμερο στην κάψα του Ιούνη. Προσπαθούσα να μαντέψω το δικό τους όνειρο.
Πως είναι να είσαι είκοσι χρονών στην Ελλάδα των μνημονίων;

Ταξιδευτής
12 Ιούνη 2014 (16)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου