3 Ιουν 2014

Ανεβαίναμε τώρα μια δύσκολη ανηφόρα





Ήθελα τόσο πολύ να γράψω. Το χέρι μου δεν πονούσε πια, αλλά δεν είχε ούτε δάχτυλα, ούτε ενέργεια. Ήταν ένα αξεσουάρ ντυμένο με άσπρες γάζες.
Ποτέ δεν έγραφα, πάντα φρόντιζα τα γραπτά και τα βιβλία των άλλων. Διορθωτής, επιμελητής, αποθηκάριος,  μεταφορέας από τον εκδοτικό στο βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης. Το παιδί για όλες τις δουλειές, για το μεροκάματο.
Σχεδόν τριάντα χρόνια το μόνο άρωμα που φόρεσα ήταν της μελάνης και του βιβλίου. Στο μυαλό μου σκέψεις και εικόνες άλλων, σημεία στίξης, αριθμοί και λογαριασμοί, ένας λογιστής που ανακύκλωνα την καθημερινότητα, σπρώχνοντας το χρόνο. Ένα διήγημα με το απολυτήριο του Γυμνασίου στο χέρι και κάτι ημικαταθλιπτικά ποιήματα της εφηβικής μοναξιάς και ανασφάλειας.
Τώρα όμως ήθελα να δοκιμάσω.
Τι είναι το γράψιμο; Τόσοι και τόσοι γράφουν, τόσα και τόσα βιβλία τυπώνονται, κι άλλα μόνο για να τυπωθούν. Τόσα και τόσα βιβλία, στίβες στα κομοδίνα, στα ράφια της βιβλιοθήκης, στα κουτιά της αποθήκης, τόσα βιβλία που σημάδεψαν τις μέρες μου. Ποτέ δεν ένοιωσα μόνος. Το μυαλό μου δεν ησύχασε ποτέ, ούτε η καρδιά μου κατέβασε ποτέ χαμηλά τους σφυγμούς. Εκεί οι μάχες, εκεί ο πόλεμος, εκεί ο θάνατος και ο έρωτας εκεί.  Εκεί το ταξίδι, εκεί η στάση, εκεί το παραμύθι, εκεί και η ζωή. Σημαντικά, πολλές φορές και ασήμαντα σημαντικά, πελώρια κύματα που με κυμάτιζαν στη πιο γαλάζια θάλασσα, που με κατέβαζαν στον πιο μαγικό βυθό. Γεμάτα σημάδια απ’ αυτά είναι το σώμα, ο νους και η καρδιά.
Τα αρνήθηκα πολλές φορές τα βιβλία.  Εγώ θέλω να ζήσω έλεγα, δεν θέλω σκέψεις και θεωρίες άλλες. Ζήλεψα τη δουλειά του αγρότη, του κτίστη, του μαραγκού, του κηπουρού, τα ζευγάρια που άλλαζαν φιλιά στο δρόμο, τους νέους που επαναστατούσαν στις πορείες, τους ανθρώπους που φλέγονταν για έναν καλύτερο κόσμο. Όσες φορές τ' αρνήθηκα, άλλες τόσες φορές τα λάτρεψα. Σαν το δολοφόνο στο τόπο του εγκλήματος.
Ήθελα τώρα να γράψω. Ήθελα τώρα να μεθύσω, να χορέψω, να ζωγραφίσω, να φτιάξω αγάλματα και ήρωες της εποχής, ήρωες που άλλαξαν τον κόσμο, ήθελα τώρα να τραγουδήσω τα δικά μου τραγούδια, να μην ακούω πια των άλλων τα τραγούδια.
Αδειάζει ο ηθοποιός στη σκηνή, εκσπερματώνει ο συγγραφέας πάνω στο χαρτί.  Ένας μικρός θάνατος και μια ανάσταση. Λύτρωση. 
Κανέναν δεν ενδιαφέρουν τα ατομικά βιώματα. Η παγίδα. Πρέπει να ψάξω αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, πως όμως αν δεν βρω αυτά που τους χωρίζουν. Πως να μιλήσεις για το τώρα, δίχως την ιστορία και πως να αποκλείσεις τον έρωτα που γεννάει τη ζωή. Τι να πεις για  τον πόλεμο και την ειρήνη, τους δυνάστες και τους λαούς, αυτούς που γκρεμίζουν ότι οι άλλοι κτίζουν. Αέναος πόλεμος η ζωή. Και ο έρωτας. Όλα πεθαίνουν και όλα γεννιούνται ξανά. 
- Τι σκέφτεσαι πάλι, ρωτάει ο Σπύρος δίπλα μου. 
- Βαρέθηκα Σπύρο έκτη μέρα σήμερα εδώ μέσα. Με περιμένει το Ουζερί.

 - Φεύγουμε, με ένα μεγάλο χαμόγελο. 
Ήταν η Ειρήνη, μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Φορούσε φόρμες και αθλητικά παπούτσια. Στη πλάτη της είχε περασμένο ένα σακίδιο. Φρεσκολουσμένη μοσχοβολούσε καλοκαίρι. Κι όμως  έξω έβρεχε. Χειμωνιάτικη υγρασία μέσα στον Ιούνη. Όμορφο μέσα στο Όμορφο. 
- Πάμε, είπα. Χαιρέτησα το Σπύρο, πήγα στις νοσοκόμες και είπα ευχαριστώ. Την Δευτέρα για τα ράμματα, είπε η Μάρθα. 

Το αυτοκίνητο της Ειρήνης, ένα παλιό μπορντώ 
tipo, μας περίμενε κάτω. 
- Πάμε. Πάμε να σου δείξω την πόλη από ψηλά. 
- Ειρήνη, θέλω μια χάρη. Πάρε μαζί σου το λάπτοπ. 
 Οδηγούσε δίπλα στο Ληθαίο. Έβρεχε, τρυφερά, χαϊδεύοντας ο ουρανός τη γη.  Έστριψε στη γέφυρα του Αγίου Νικολάου, μπήκε στο Βαρούσι. Σταμάτησε σ’ ένα μικρό ανακαινισμένο αρχοντικό. 
- Εδώ μένω, είπε. Περίμενε. 
Γύρισε αμέσως, ακόμα χάζευα έκθαμβος το σπίτι που έμενε. Οδηγούσε τώρα στη Μπάρα, ανεβήκαμε ένα δρομάκι, πέρασε μια γέφυρα πάνω από την Εθνική Τρικάλων-Ιωαννίνων, φθάσαμε στα Δημοσιουπαλληλικά.
Μου έδειξε τα σπίτια αυτής της καινούριας συνοικίας της πόλης, δεν είχα πάει ποτέ εκεί τα τελευταία χρόνια. Θυμήθηκα την περιοχή με απέραντα πράσινα λιβάδια, τότε που πηγαίναμε εκδρομή με το Α' Γυμνάσιο. Εκδρομή στο Σελίμογλου. 
Πρόσεξα στο βάθος μιας αυλής, μέσα στα νεόκτιστα σύγχρονα σπίτια, ένα παλιό κειμήλιο. Σαν να έρχονταν απ’ τα βάθη των αιώνων.  Ποιός μπορούσε να το αγγίξει; Κάποιος γνώριζε την ιστορία του. Σ’ αγαπώωω.
Ανεβαίναμε τώρα μια δύσκολη ανηφόρα, στη κορυφή του βουνού. Hotel Ananti.
Όταν φτάσαμε ήταν όλη η πόλη στα μάτια μας. Έβρεχε σιγανά. Θεραπευτικά.
Η Ειρήνη έβαλε το λάπτοπ πάνω στο τραπέζι.
-Δυό μπύρες.
Ήξερε. Ένας μονόλογος, χείμαρος δικός μου. Η σιωπή έσπασε. 
Κι αυτή, με τα μεγάλα της δάκτυλα έγραφε. Έγραφε  γρήγορα, να με προλάβει. Εμένα.
Και το χρόνο.

Ταξιδευτής
3 Ιουνίου 2014 (11)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου