20 Σεπ 2021

Τι είσαι;

Όταν ανακάλυψα τη σπηλιά, μέσα στον σκληρό βράχο,  ένιωσα ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο. Δεν είχα άλλη δύναμη,το κρύο περόνιαζε, η πείνα με θέριζε, τα ματωμένα πόδια μου σέρνονταν, δεν θυμάμαι πια πόσες μέρες είχα χαθεί στα σκοτάδια μου. Έπεσα ξερός καταγής, σκεπάσθηκα με τον θάνατο. 

Με ξύπνησε μια δυνατή αχτίδα του ήλιου. Ήταν η μορφή σου. Στην αρχή κούνησα τα δάχτυλα, μετά έβαλα το χέρι στην καρδιά μου, χτυπούσε, ήμουν ακόμα ζωντανός. Ακούμπησα πάνω σου και σηκώθηκα, έκανα τα πρώτα βήματα. Μετά είδα μακριά τη θάλασσα, βράχο τον βράχο έφτασα στην πηγή. Είχα νερό και φως, είχα ένα καινούριο σπίτι. Δεν ήξερα ποιός είμαι, που είμαι, από που ήρθα, που πάω. Ο αέρας μόνο σφύριζε τ' ονομά σου. Ήσουν το ψωμί μου, ήσουν τα μάτια μου, η ακοή μου, ήσουν  η ζωή μου.

Με ρώτησες ποιός είμαι, σε κοίταγα κατάματα, από που έρχομαι, δεν ήξερα, πως μεγάλωσα, περιμένοντας εσένα, είπα.

Πυκνή βλάστηση, άγρια δέντρα, μια γκορτζιά με ξεπείνασε, γέμισε το στομάχι μου παιδικές μνήμες. Άρχισα να θυμάμαι σαν αστραπή κάτι απ' την νιότη μου. Ήμουν δυνατός, αισιόδοξος, ένα γελαστό παιδί. Τα μαλλιά μου άσπρισαν, τα γένια μου αγρίεψαν, τα μάτια μου  μίκρυναν.

Δεν είχα τίποτα πάνω μου, μόνο ένα μικρό βιβλίο του Μπλέικ, τραγούδια της αθωότητας και της εμπειρίας. 

Πάμε, είπες.

Που;

Δεν χάθηκες, ήρθες σε μένα, είπες. 

Εσύ είσαι μόνο μια ιδέα, δεν είσαι πουθενά. 

Έφτασες ήδη, εκεί που πάντα ήθελες να πας, πάμε, γυμνοί μέσα στου βράχου τη σπηλιά, στο σπίτι μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου