8 Μαΐ 2014

Οι μεγάλες προσδοκίες



                                                                                    





Περιφέρομαι μόνος στη Γλάδστωνος. Πέμπτη απόγευμα. Η αγορά κλειστή. Ήρεμη, γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά, ο ήλιος στη κορυφή του Κόζιακα. Ένα τόπι κι αυτός θα κυλίσει στην πίσω πλευρά του βουνού. Αν ήμουν  απ’ την άλλη πλευρά του βουνού άραγε; 
Διαβάζω ένα σύνθημα στον τοίχο ενός κλειστού, από την κρίση μαγαζιού: Ουτοπία είναι κάτι, που όταν πλησιάζεις ένα μέτρο, απομακρύνεται δύο. Και τι ωφελεί τότε; Σε κάνει να προχωράς.
Βγάζω από την τσάντα μου, ένα ανεξίτηλο μαρκαδόρο και απαντώ: Ουτοπία είναι να πιστεύεις ότι ο κόσμος θα μείνει ο ίδιος.
Εκείνη την ώρα περνάει ένας καλοντυμένος κύριος, με λοξοκοιτάει.
- Βρωμίζεις την πόλη.
Του χαμογελάω. Μετά πιο δυνατά. Η Γλάδστωνος γέμισε από το γέλιο μου. Ο αντίλαλος αντανακλά τα γέλια, όπως στο φαράγγι του Βίκου. Ο κύριος σταυροκοπιέται και φεύγει.
Φοράω το κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι και το σοκολατί παντελόνι. Τρέχω στην άλλη άκρη με τα αθλητικά μου παπούτσια. Ακόμα δεν ξόφλησα, σκέφτομαι. Μπορώ και τρέχω σαν κατοστάρης.
Λαχανιάζω. Κάθομαι στο παγκάκι. Με τους αγκώνες στα πόδια και την αναστροφή της παλάμης στο μάγουλο. Ποτέ το πρόσωπο μες τις παλάμες. Θα πεθάνει η μάνα σου, μην το κάνεις αυτό. Ποτέ όμως δεν πέθανε καμιά μάνα γι’αυτό τον λόγο. Μεγάλωσα με ένα σωρό προλήψεις. Ήμουν μοναχοπαίδι. Ποτέ δεν μ’ άφηνε  μικρό, να κάνω μπάνιο την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Ούτε να μετράω τ’ αστέρια. Θα έβγαζα γαρδαβίτσες στα χέρια.  Εγώ βέβαια τα μέτραγα κρυφά τις νύχτες, ποτέ όμως δεν έβγαλα μυρμηγκιές.
Τότε είδα το μαγαζί Επιδιορθώσεις Ρούχων κλειστό, άδειο. Την άλλη φορά το προσπέρασα αδιάφορα. Ενοικιάζεται, πάνω στις ξύλινες πόρτες του. Κόντεμα, στένεμα, φερμουάρ, κουρτίνες. Στα μέτρα σας.
Μια αψίδα ψηφιδωτών για κάγκελα πάνω απ’ την βιτρίνα και μια μαρκίζα  χρώμα κυπαρισσί. Η φαντασία μου έγραψε αμέσως εκεί πάνω, Ουζερί σχεδόν τέλεια. Άρχισε το μάτι μου να ζωγραφίζει  τραπεζάκια από άσπρο μάρμαρο, ψάθινες καρέκλες και στο βάθος κήπος. Φαντάσου η πόρτα στο βάθος να οδηγεί σε κήπο!
Και πατάρι. Η βιβλιοθήκη, η λέσχη σκακιστών… Το πιάνο εκεί στη γωνία. Από κει η κουζίνα του συγγραφέα! Εν ριπή οφθαλμού, σαν έρωτας με την πρώτη ματιά, σαν να το περίμενα από χρόνια…
Έβγαλα ένα βιβλίο, οι μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς που το διάβαζα παιδί, πήρα το μολύβι φάμπερ και σημείωσα το τηλέφωνο.
Έτρεξα ένα κατοστάρι ακόμα στην άλλη άκρη, στο περίπτερο. Το τηλέφωνο το σήκωσε μια ανοιξιάτικη φωνή γυναίκας.
Δώσαμε ραντεβού αύριο. Σήκωσα ψηλά τα χέρια και τις γροθιές σφιγμένες και μ’ ένα άλμα στον ουρανό φώναξα Σχεδόν τέλεια. Ευτυχώς δεν με είδε κανένας αυτή τη φορά.  Η Γλάδστωνος ήταν άδεια.


Κωστής Ταξιδεύων
 8 Μαΐου 2014 (5)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου