Τα φύλλα της γαρδένιας έλαμπαν τρυφερότητα
Έγειρε πάνω της ένα βαθύ κόκκινο τριαντάφυλλο
Έμοιαζε να είναι δικό της
Έσμιξαν Ένα
Στον απέραντο κήπο
Της Άνοιξης
Κυριακή πρωί οι προσδοκίες
Εγκυμονούσαν από καιρό
Το απόγευμα γεννήθηκε το παιδί μας
Όταν κόπηκε ο ομφάλιος λώρος της χρόνιας στειρότητας
Ένα καινούριο κλάμα, απλώθηκε
Στον ατέλειωτο δρόμο του μεταξιού
Εμάς καρτερούσε ολόγιομο το φεγγάρι
Και ήμασταν όλοι εκεί
Εγώ, Εσύ, η φωνή σου, η φωνή μου, τα μεγάλα μάτια σου
Το γέλιο σου, και το κλάμα σου
Το χάδι και η πνοή σου
Σε έναν ατέλειωτο οργασμό.
Ταξιδευτής
19 Μαΐου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου