7 Μαΐ 2014

Ουζερί ...σχεδόν τέλεια



Η Μπάγια  δεν είναι και η πιο Άγια απ’ τα χωριά.  Μπά  Άγια; είπαν το ΄55 και την είπαν Πετρωτό. Στο βουνό που τη σκιάζει το πρωί, μόνο πέτρες φυτρώνουν.
Είναι όμως το χωριό μου, και είτε το θέλετε είτε όχι, είναι το καλύτερο χωριό του κάμπου. Όπως και η χώρα η καλύτερη χώρα, η θρησκεία η καλύτερη, η ομάδα η καλύτερη, το κόμμα μου το καλύτερο. Εδώ τελεία.
Το σπίτι είναι στην μια άκρη του χωριού, και το σχολείο απ’ την άλλη. Παλιά είχε και σχολείο. Όταν πήγαινα εγώ σχολείο και ήμουν σχεδόν ένα μέτρο μπόι. Είχα και όνειρα τότε. Πως κάποια μέρα θα φύγω από το Πετρωτό. Ζήλευα χωριά με άλλα ονόματα, όπως το Δροσερό το καλοκαίρι και το Φωτεινό το χειμώνα.
Αλλά δεν διαλέγεις, ούτε τους γονείς σου, ούτε το χωριό σου. Πολλές φορές δεν διαλέγεις, ούτε και τη γυναίκα σου. Ειδικά όταν είσαι τυφλός από έρωτα.
Το σπίτι του πατέρα είναι πέτρινο. Μισό το έκτισε αυτός και μισό ο μάστορας, ο Διαμαντής.
Γεννήθηκα στο ένα δωμάτιο, μεγάλωσα στο άλλο. Έχει και μια μικρή κουζίνα. Τίποτα άλλο δεν έχει. Ο καμπινές ήταν εκατό μέτρα μακριά τότε. Ο πατέρας είπε, ότι θα πάρουμε διαμέρισμα στα Τρίκαλα, να έχει και τουαλέτα. Και πήρε το μικρό, ξενοίκιαστο τώρα, παρατημένο δυάρι. Με κουζίνα και τουαλέτα. Τώρα κολλητά στο σπίτι του χωριού έχει και τουαλέτα. Μόνο που βγαίνεις πάλι από το σπίτι, να πας. Το πρόβλημα της τουαλέτας τότε, ήταν από τα βασικά που οδήγησαν τους ανθρώπους στην πόλη. Μερικοί το θεωρούν το σημαντικότερο, -ίσως και το καλοριφέρ-, της μαζικής φυγής των χωριών στην πόλη. Δουλειά υπήρχε, τα λιβάδια  ήταν γεμάτο κοπάδια με πρόβατα, τα χωράφια έδιναν καρπό. Ένα άλλο πρόβλημα της εποχής του 60, ήταν οι λάσπες. Ο κόσμος νόμιζε, ότι στην πόλη δεν έχει λάσπες.
Εκατό μέτρα μακριά από το σπίτι στο Πετρωτό, μένει  ο Μάριοζ.  Ήρθε στην Ελλάδα από την Πολωνία, όταν στο χωριό οι αγελάδες έβοσκαν ανέμελες, στα καταπράσινα λιβάδια με πουά βούλες. Ακόμα και τα άλογα τότε έμοιαζαν πράσινα. Και ο ήλιος ξαφνικά μια μέρα πρασίνισε.  Μόνο το φεγγάρι ήταν χλωμό. Και τότε και τώρα. Τελικά μόνο το χλωμό φωτίζει τη νύχτα.
Ο Μάριοζ όμως, δεν ήρθε τότε στο Πετρωτό. Ήρθε στον κολοσσό της Ρόδου. Όταν ο κολοσσός κατέρρευσε, το αφεντικό του έκλεισε την ταβέρνα «Το πράσινο χταπόδι», και τον πήρε μαζί του στο χωριό. Θα του έβρισκε δουλειά στα Μαργαριτάρια. Το Πετρωτό όμως δεν είχε μαργαριτάρια, γιατί η θάλασσα  είναι πάνω από ώρα μακριά.
Και ο Μάριοζ έμεινε χωρίς δουλειά.
Το παρατημένο σπίτι που φώλιασε ο Μάριοζ, είναι τέσσερα ντουβάρια από τσιμεντόλιθα και μια σκεπή από τσίγκους. Μαζεύει ξύλα για τη φωτιά και ραδίκια για την κοιλιά. Όταν κατεβαίνει στα Τρίκαλα με κάποιον  χωριανό, πάει στο Lidl και ψάχνει τα σκουπίδια.Τότε ο Μάριοζ γυρίζει μες τη χαρά και η Λίζα κουνάει την ουρά. Η Λίζα είναι ένα όμορφο κανίς καθαρόαιμο  και πανέξυπνο. Και η σύντροφος του Μάριοζ.
Τον Μάριοζ τον συμπάθησα περισσότερο, όταν μια μέρα στο καφενείο του χωριού, ήρθε ο λαχειοπώλης.
- Δεν θέλω κερδίσω εγώ πολλά λεφτά, είπε. Δουλέψω θέλω. Δουλειά τίποτα. Δεν έχει φαί. Είναι άδικο ένας άνθρωπος κερδίσει τέσσερα εκατομμύρια. Πολλοί άνθρωποι κερδίσουν 500 ευρώ καλύτερα. Στους 10 κερδίζουν οι 5. Όλοι κερδίζουν την άλλη φορά.
Κοίταγαν όλοι τον Μάριοζ. Τι λέει αυτός, θυμάται  ακόμα τον Γιαρουζέλσκι. Σαραντάρης ο Μάριοζ, ψηλός, αδύνατος, αεικίνητος, δουλευταράς, -όταν έβρισκε καμιά δουλειά, αλλά έμοιαζε και τεμπέλης στην ηρεμία του χωριού.

- Μάριοζ γιατί δεν πας πίσω στην Πολωνία, του είπα το πρωί.
- Τι κάνω, εκεί χειρότερα. 
- Ο πατέρας σου τι δουλειά κάνει;
- Έφυγε, και έδειξε ψηλά.
- Η μάνα σου; 
- Σύνταξη του  πατέρα. Ένα σπίτι, τρία δωμάτια. Ένα δωμάτιο η μάνα, ένα αδελφός παντρεμένος, δύο παιδιά, το άλλο μικρός αδελφός σπουδάζει μηχανές.
Μάνα πληρώνει σπίτι, αδελφός δουλεύει κλαρκ carfour,φέρνει φαγητό σπίτι.
Τίποτα άλλο. Τίποτα.

Είπα αν καταφέρω και ανοίξω το Ουζερί, θα πάρω τον Μάριοζ μαζί μου. Δεν έλεγε να ξεκολλήσει το μυαλό μου… από το σχεδόν τέλεια.

Κωστής Ταξιδεύων
7 Μαίου 2014 (4)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου