10 Μαΐ 2014

Στην εντατική της ουτοπίας


Το ραντεβού με την ιδιοκτήτρια ήταν στις 5 το απόγευμα. Στο Μικέλ καφέ, δέκα βήματα στον πεζόδρομο, από το υπό ονειρίαν  Ουζερί.
Η νύχτα που πέρασε ήταν για μένα οδυνηρή. Δεν έκλεισα μάτι. Μέτρησα ως το χίλια
,τουλάχιστον τρεις φορές. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. 
Μάης μήνας. Μήνας εκλογών κι εγώ παζάρευα τις ατομικές μου ονειρώξεις.
Μπορεί να ήμουν άνεργος, μπορεί να τα είχα χάσει όλα, δουλειά, γυναίκα, οικογένεια, αλλά στο κάτω κάτω της γραφής, είχα το παιδικό μου δωμάτιο στο Πετρωτό. Και κάποια κρυφή ελπίδα, ότι θα κατάφερνα τον πατέρα να βοηθήσει αν χρειαστεί. Παρά τα γεράματα οι γονείς ήταν ακόμα αυτάρκεις, λιτοδίαιτοι, ολιγαρκείς, σχεδόν ευτυχισμένοι.  Το μόνο πρόβλημά τους ήμουν εγώ. Δεν στέριωνα πουθενά. Ίσως γιατί δεν ήμουν σαν αυτούς. 
Που πήγαινα τώρα μόνος; Που είναι οι μέρες και οι νύχτες των αγανακτισμένων, που είναι οι φωνές και οι σιωπές στις πορείες, οι συμπλοκές με τα ματ της εξουσίας, που είναι ο Χάρης που αγάπησα; Εικόνες περηφάνιας που τώρα στοίχειωναν μέσα μου εφιαλτικά. Αντί να είμαι στη ροή των γεγονότων, έγινα βαλτωμένη στέρνα. Βατράχια κολυμπούσαν στο στομάχι μου.
Αυτό ήταν, πάει τέλειωσε η ζωή μου, την πρόδωσα εγώ ο ίδιος; Σκότωσα τον εαυτό μου;
Ο τόπος έξω βούιζε από συνθήματα, η χώρα μου δεν είχε πάτο στο γκρεμό, η Ευρώπη φλεγόταν εσωτερικά, οι σωτήρες ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, η λάβα της ανήσυχης σιωπής ήταν κοντά. Εγώ μακριά. Διάβαζα ξανά τα παιδικά μου βιβλία, έβγαινα κι έλεγα κουβέντες του καφενείου, έπαιζα σκάκι με τον Αλέξη, ο μόνος που ήξερε στο χωριό.
Ήταν τα χρόνια που με φόρτωσαν οι απογοητεύσεις; Τι να πει ο πατέρας, από παιδί δεν έπαψε ποτέ να παλεύει, τη γλύτωσε από τους τριεψελίτες στην κατοχή, εξορίες μετά τον εμφύλιο, βασανιστήρια στη χούντα, απογοητεύσεις μετά το 74 και στέκει ακόμα στα ογδόντα επτά του….Σαν λάβαρο στέκει στα μάτια μου, σαν αστραπή με διαπερνάει. Αντί να δίνω, παραιτούμαι στην αγκαλιά της μάνας πάλι, με κανάκευε μικρό, ένας γιός, μοναχογιός. Τώρα με δικαιολογεί με ένα χαμόγελο στο στρωμένο τραπέζι της. 
Τρέχω σε ποιητικές βραδιές, γράφω στο ημερολόγιο σκέψεις που δεν αφορούν κανέναν, πίνω στα μπαράκια και μεθοκοπώ απέναντι στα μάτια μιας μικρής. Και τώρα ήρθε και το Ουζερί να μου πάρει τα μυαλά….
-Πάλι πρωί γύρισες Χάρη, πως είσαι; Και με κοιτάει με σιωπηλό πρόσωπο ο πατέρας.
Όχι, ακόμα δεν μου είπε, δεν σ΄ αναγνωρίζω γιέ μου. Αλλιώς με σφάζει. Με τα μάτια του που ακόμα λάμπουν νιότη.
Είχε φεγγάρι η νύχτα που πέρασε, έρχονταν υγρό αεράκι από το βουνό, μοσχοβόλαγε άνοιξη και βασιλικό στο περβάζι. Ο Αλφρέντο, ο  μικρός παπαγάλος που με ημέρευε κοιμόταν στο σκεπασμένο κλουβί. Εγώ αγρυπνούσα στο δικό μου.  Μια εφιαλτική νύχτα πλάκωσε τις ουτοπίες μου.
Στις  επτά το πρωί, μετά από καιρό πήρα ένα 
zanax
 και κοιμήθηκα..

Κωστής Ταξιδεύων 

10 Μαΐου 2014 (6)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου