7 Μαΐ 2021

Ώρα για κολατσιό

Παράταγαν τσαπιά και τσουγκράνες, κάτω από τον ίσκιο του υψωμένου δέντρου, δίπλα στο ποτάμι, ώρα για κολατσιό και πειράγματα.  Η δουλειά στο χωράφι δεν τελειώνει, εμείς θα τελειώσουμε, είπε ο Ανέστης και τα μάτια του κάρφωσαν τα μάτια της Λένας. Μέσα του Μάη, έκαιγε ο ήλιος, δουλειά και ιδρώτας, από τις έξι στο χωράφι, ατέλειωτη δουλειά ατέλειωτη κούραση.  Ήταν ο καιρός της καλοκαιρινής σποράς, ντομάτα, πιπεριές, μελιτζάνες κι άλλα λαχανικά γέμιζαν το μικρό χωράφι. Απ' αυτό ζούσαν, αυτό καμάρωναν.

Πιάστε μια θέση στο δημόσιο, έλεγε η μάνα, να φύγετε από τη δικιά μας τυραννία. Πολλοί έγιναν χωροφύλακες, παπάδες, δάσκαλοι και λογιών γραφειοκράτες. Ο Ανέστης αγαπούσε το χωράφι, αν δεν δουλέψουμε εμείς, ούτε ψωμί δεν θα 'χουν οι πόλεις. Ζεις με τις υπογραφές των χαρτιών;  

Η Λένα έμεινε πίσω, ο Αλέκος που αγαπούσε έφυγε με την Παναγιώτα στο Βέλγιο, βρήκε δουλειά σε ανθρακωρυχείο. Η μισή Ελλάδα έφυγε τη δεκαετία του πενήντα, η άλλη μισή περίμενε να σπουδάσει και να φύγει τα τελευταία χρόνια, ποιός φανταζόταν τότε πως ο εικοστός πρώτος αιώνας θα άρχιζε έτσι. Τότε μίλαγαν για το μέλλον της άλλης ζωής που περίμεναν. 

Η Λένα ανασήκωσε το φόρεμα, φάνηκαν τα άσπρα της πόδια και μπήκε στο ποτάμι να δροσιστεί.  Ο Ανέστης έλιωνε, αλλά η Λένα δεν έλιωνε. 

Οι εργάτες τέλειωσαν το κολατσιό και έπιασαν τη δουλειά. Κάποτε θα κατακτήσουμε το οκτάωρο, που θα πάει ψιθύριζε ο Πέτρος και ο ιδρώτας άρχισε πάλι να στάζει. 

Μακριά ακουγόταν ο κούκος, κοντά γαύγιζε ο σκύλος. 

Ήταν άνοιξη του '59, ήμουν τότε στην κοιλιά της μάνας μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου