27 Σεπ 2018

Παραίσθηση


Καθισμένοι σ' ένα παγκάκι της προκυμαίας, με την Ηρώ, απολαμβάνουμε τις τελευταίες ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Ελαφρό αεράκι ανασήκωνε μικρά κύματα στη θάλασσα. Ξαφνικά νοιώθω να κινείται όλη η προκυμαία και ο Αη Γιάννης, μέσα στη θάλασσα. Ταξίδεύαμε όλοι μαζί μεσοπέλαγα. Κοιτώντας γύρω μου έμοιαζαν όλα φυσιολογικά. Άνθρωποι, αυτοκίνητα, κτίρια. Στα cafe συζητούσαν λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Μόνο εγώ ένοιωθα να ζαλίζομαι, λες και βυθίζεται όλη η χώρα.
Τι σου συμβαίνει; με ρωτάει η Ηρώ. Αντί για απάντηση, πέφτω με τα ρούχα στη θάλασσα και αρχίζω να κολυμπάω με απλωτές κινήσεις. Δίπλα μου μια βάρκα με άσπρα πανιά αρμένιζε αμέριμνη. Τόπος διακοπών, λογικό. Κολυμπούσα όσο πιό γρήγορα λες και με κυνηγούσε κάποιος. Δυό δελφίνια που έπαιζαν τα πέρασα για καρχαρίες. Επιτάχυνα περισσότερο. Ένοιωθα να καίω μες το δροσερό νερό και το κυματιστό αεράκι. Κολύμπησα πάνω από δέκα μίλια, εξαντλήθηκα. Τότε στάθηκα τυχερός. Ένας μεγάλος βράχος, ένα μικρό νησί, βρέθηκε μπροστά μου. Αποκαμωμένος σκαρφάλωσα. Έπεσα μπρούμητα πάνω του. Όταν συνήλθα σηκώθηκα όρθιος. Ο ήλιος έκαιγε. Στο βάθος ο Αη Γιάννης και το Πήλιο καταπράσινο. Απόλυτη μοναξιά.
Η Ηρώ με σκούντηξε. Τι έπαθες;
Τότε στο Πισοδέντρι, θα πέφταμε στο γκρεμό. Ήμασταν μες το αυτοκίνητο, σταματημένοι. Ο διπλανός οδηγός έκανε πίσω για να φύγει. Θυμάσαι που με φώναζες, τι κάνεις, που πας. Κι εγώ πατούσα ενστικτωδώς φρένο σ' ένα ακινητοποιημένο αυτοκίνητο.
Που το θυμήθηκες τώρα αυτό, πέρασαν τόσα χρόνια, είπε η Ηρώ.
Δυό χρωματιστά ανεμόπτερα κατέβαιναν από την κορυφή του Πηλίου. Πσρατηρούσαμε τη γοητεία να πετάς. Να βλέπεις τη γη από ψηλά.
Η θάλασσα απλωνόταν γαλήνια, ως την άκρη του ουρανού.




27 Σεπτεμβρίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου