14 Αυγ 2012

Παναγιά μου



Όταν ανασηκώθηκε να λύσει το πάνω μαγιό την πρόσεξα. Είχα απορροφηθεί στο βιβλίο μου.
Τέντωσε το μακρύ της χέρι στην πλάτη και είδα τα δάχτυλά της, πιο μεγάλα και απ’ το χέρι της. Από τότε δεν ξεκόλλησα από πάνω της.
Όλες οι σκέψεις μου πήγαν περίπατο, πάνω στο καμπυλωτό γεφύρι του κορμιού της.
Γύρισε πάλι μπρούμυτα, ακουμπώντας στους αγκώνες. Παναγιά μου, μου ξέφυγε.
Τα στήθη της σφιχτά, χυτά, αλαβάστρινα, μελαψά, αγένοτα αχλάδια με δυό ρώγες μαύρα σταφύλια, σε κοινή θέα. Και αυτή θεά.
Φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου και διάβαζε ένα βιβλίο του Μααλούφ, η απορρύθμιση του κόσμου, είδα ανθρώπους που περπατούσαν στην έρημο στο εξώφυλλο, τον τίτλο δεν τον διέκρινα καλά. Εκείνο που διέκρινα ήταν, όλοι οι λόφοι από ένα ηλιομαυρισμένο θηλυκό, που φυτεύτηκε μπρος στα μάτια μου.
Ήμουν κάτω από μια μικρή σκηνούλα. Ο ήλιος πύρωνε την άμμο και τις άσπρες πετρούλες της παραλίες. Η σκηνούλα μου είχε σκιά δέντρου, σαν πεύκο στην αμμουδιά. Ξαφνικά γέμισε από λάβα ηφαιστείου που έκαψε την Κριτική του καθαρού λόγου, του Εμάνουελ Κάντ, ενός Γερμανού φιλόσοφου που διάβαζα.
Ανάμεσα στις σκέψεις του Καντ μπλέχτηκαν τα μακριά της πόδια, τα ανασήκωνε και έπαιζε με τα ακροδάχτυλα, όπως χτυπάμε με τα χέρια παλαμάκια, αλλά αυτά τα παλαμάκια χτυπούσαν κατευθείαν στην καρδιά μου, που άρχισε να τραντάζεται.
Φορούσα τα γυαλιά που διαβάζω, τα έβγαλα και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου. Τεντώθηκα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Κι όμως συνέβαιναν όλα.
Θυμήθηκα έναν φίλο που μου έλεγε κάποτε όταν πρωτοαντίκρισε τα στήθια της ερωμένης του, νόμισε ότι ήταν τα Άγια στήθια της Παναγίας.
Οι ρώγες της, στιγμές ακουμπούσαν πάνω στις σελίδες του βιβλίου λες και έκλεβαν όλα τα φωνήεντα των λέξεων. Α, Ε, Η, Ι, Ο, Υ, Ω. Τα έβλεπα που ξανάπεφταν σαν σταγόνες αλμύρας πάνω στο βιβλίο ξανά. Τα χείλη της ανοιγόκλειναν ανεπαίσθητα, χείλη κόκκινα σαν κεράσια, μεγάλα χείλη σαν φλόγες φωτιάς.
Δεκαπενταύγουστος. Στην εκκλησία του χωριού η Παναγία γιορτάζει. Μπαίνοντας μέσα παιδί ακόμα γέμιζα φόβο μη πάω στην κόλαση. Πάνω στην ίδια εικόνα ο παράδεισος και η κόλαση. Δεντράκια και πεταλούδες απ’ τη μια, φλόγες που πυρακτώνουν τα σώματα απ’ τη άλλη. Ήδη ήμουν στην κόλαση. Όσο κι αν πάλεψα μέχρι τα δώδεκα δεκατρία να είμαι εγκρατής, τα όρια μετά χάθηκαν. Έμεινε ο παιδικός φόβος. Τα βιβλία των Αγίων μαρτύρων που αναγκαστικά διαβάζαμε στο χριστιανικό κέντρο νεότητας παιδιά, πήγαν και αυτά περίπατο στις θεωρίες του Βίλχεμ Ράιχ και του Φρόιντ αργότερα. Που να ήξεραν ότι εμείς πηγαίναμε να παίξουμε μπάσκετ και πίγκ πογκ με τη ζωή. Αυτοί μας μάθαιναν τα Χριστιανόπουλα πάνε με χαρά κι εμείς πηγαίναμε πουλάκια που γινόταν σε λίγο άντρες και τέλειωναν τα παραμύθια.
Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο. Μια αρχοντιά την είχε πάνω της. Ακόλαστη και αθώα, άγγελος και πόρνη ταυτόχρονα. Άναψε τσιγάρο. Άναψα κι εγώ.
Το κορμί της, όπως ακούμπαγε στους αγκώνες της, έκανε τέτοια πλαγιά -κοιλάδα με τα βουναλάκια των οπίσθιων λείων ολοστρόγγυλων υψωμάτων, που νόμιζες ότι ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι να το κάνεις με το αργό βήμα των ματιών. Το μικροσκοπικό μπικίνι απορροφούσε όλους τους κραδασμούς στο σημείο που άρχισε η διαδρομή του φαραγγιού. Θυμήθηκα το φαράγγι της Σαμαριάς, ατέλειωτο μια ολόκληρη μέρα να το διαβείς. Και να πέσεις μετά στη θάλασσα να πλυθείς απ’ τον ιδρώτα της περιπέτειας και των αισθήσεων. Τα πόδια της οδηγούσαν στο δρόμο του φεγγαριού, μακάρι έλεγα να μας βρει η νύχτα εδώ. Ήταν ακόμα η τρέλα του μεσημεριού. Και του καλοκαιριού.
Μακάρι να μην έρθει ο Σεπτέμβρης, θα πέσουμε πάλι πάνω στην εποχή του σαράντα με πενήντα. Γερμανοί, εμφύλιος, φυλακές, εξορίες. Καμένα σπίτια απομεινάρια εκείνης της εποχής ξαναζωντανεύουν σαν εφιάλτες μισό αιώνα και μετά.
Όταν έβγαλε τα μαύρα γυαλιά της δυό φωτεινές πράσινες λακουβίτσες έγιναν πάνω στη ξανθή άμμο. Κοίταγα στα ίσια πάνω της. Με κοίταξε κι αυτή. Ήταν η δεύτερη φορά μετά από τόσα χρόνια που είπα Παναγιά μου. Τα μάτια της ενώθηκαν με τα δικά μου. Σχεδόν τυφλώθηκα. Νόμισα ότι έπεσαν τα μαύρα μακριά της μαλλιά πάνω μου, πήγα να διώξω με το χέρι μου και διαπίστωσα ότι είχα κουρευτεί σχεδόν γουλί την προηγούμενη εβδομάδα.
Έκανε αυτή την κίνηση, Τα πήρε με τα μακριά της δάχτυλα, τα χτένισε και τα έριξε πίσω της. Η πλαγιά του κορμιού της γέμισε μαύρα μαλλιά. Εγώ ξαναείδα το φως μου.
Συνήθως την ημέρα της Παναγίας ο κόσμος γιορτάζει την μάνα του, την αδελφή του, την κόρη του, την φίλη του, την γυναίκα του. Κι εγώ Γιόρταζα. Μια άγνωστη Θεά.
Χρόνια πολλά, φώναξα δυνατά , μέσα απ΄ τη σκηνούλα μου.
- Δεν γιορτάζω, μου είπε . Ελένη με λένε. Εσένα;
- Έχεις το όνομα της μάνας μου, είπα. Με λένε Χάρη. Γιορτάζω της Μεγαλόχαρης.
Μείναμε και κοιταζόμασταν, ο ήλιος ρόδιζε τη θάλασσα, μια σταγόνα έρωτα έπεσε πάνω στη σελίδα της. Άλλη μια κυλούσε στο λαιμό μου, είχε ξεκινήσει από ώρα κάτω απ’ τα μάτια μου.
Γυναίκα ακόλαστη και αθώα, άγγελος και πόρνη, η θάλασσα έμοιαζε με το χρώμα λάβας ηφαιστείου. Κι εγώ ο κολασμένος, την μέρα της Παναγίας.
Απέναντι τα απολιθώματα των βράχων, ένας κόσμος μιας άλλης εποχής. Είχε περάσει ένας αιώνας.
Ένας ολόκληρος αιώνας πέρασε, ώσπου είπε πάμε να κολυμπήσουμε.
Κολυμπούσαμε στα βαθιά, με απλωτές κινήσεις, βρέθηκα από κάτω της μια στιγμή, τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα κόκκινα, ίδια με τα χείλη της. Το άπειρο τ’ ουρανού δεν χώραγε ξαφνικά κανένα ηθικό νόμο μέσα μου. Καταμεσής της θάλασσας ήπια το πιο βαθύ φιλί του δειλινού. Η Ελένη μεγέθυνε δυό φορές ακόμα το σύμπαν μου. Στη μια ακούμπησα τη θλίψη μου και στην άλλη την επικούρεια ηδονή μου.
Η παραλία είχε αδειάσει, ο ουρανός γέμισε αστέρια, ερχόμαστε από μια σκοτεινή τρύπα και καταλήγουμε σε μια άλλη. Το ενδιάμεσα φως το λέμε ζωή, ανάκατες σκέψεις ερχόταν στο νου μου από παλιά διαβάσματα. Η κριτική του καθαρού λόγου έσβησε.
Μες τη μικρή σκηνούλα μου γίναμε ένα κουβάρι. Ένα κουβάρι από φως.
Στα σκοτάδια των καιρών κάποιο κερί άναψε μέσα μας. Είχα να κοιμηθώ σε σκηνή απ’ τον καιρό των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, μου είπε το πρωί η Ελένη.
Είχα να νοιώσω άντρας απ’ τον καιρό των τσιγγάνων, της είπα. Όταν γύριζα με τα Ό νειρά μου ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν άνοιξα το πρωί τη σκηνή, κρέμονταν πάνω στο γερασμένο δέντρο ρώγες από μαύρα σταφύλια. Κάποιος δρομέας έτρεχε κατά μήκος της παραλίας, αφήνοντας τα βήματα του στη βρεγμένη άμμο. Ένας ψαράς ετοίμαζε τα δίχτυα του. Ένα πλοίο ταξίδευε πέρα μακριά . Δυό γλάροι πετούσαν πλάι πλάι απ’ την μια άκρη στην άλλη.
Ο ένας φτερούγισε από μέσα μου.

Ταξιδευτής
14 Αυγούστου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου