22 Νοε 2012

Ένα ανέκδοτο και μιά ουτοπία

Δίπλα στο σπίτι μου είναι ένα ξεχασμένο οικόπεδο. Καταμεσής στο οικόπεδο ένα άδειο βαρέλι πετρελαίου. Όπως λέμε το βαρέλι πετρελαίου, ανέβηκε στην αγορά λόγω Λιβύης ή λόγω τρόικας,-ενώ πριν ήταν χαμηλό, γιατί είχαμε μαύρα μεσάνυχτα ή κάπως έτσι. Μόνο που το βαρέλι τούτο είναι άδειο και σκουριασμένο, ούτε πάνω πάει ούτε κάτω, λοξό μένει, με την τρύπα του ανοιχτή, χωρίς την τάπα του, να μπαίνουν οι αχτίδες του ήλιου το πρωί.

Ένας βράχος απότομος και ανάριχος αγναντεύει χρόνια τώρα τη θάλασσα. Απλησίαστος, απάτητος στην κορυφή, ακόμα και από έναν δεινό κολυμβητή, όπως εγώ. Τρώει την αρμύρα της θάλασσας στη ρίζα του, αγριεύει, δεν ημερεύει. Ο βράχος χτυπιέται από το κύμα άλλοτε με ορμή και άλλοτε σαν χάδι. Είναι τόσα χιλιόμετρα και άλλα τόσα μίλια μακριά μου.

Πάνε τώρα δυό χρόνια που παρατηρώ έναν άντρα, την ώρα που καπνίζω στο μπαλκόνι. Στις 12 κάθε μεσάνυχτα. Έρχεται με ποδήλατο. Ακουμπά το ποδήλατο πάνω στον στύλο της ΔΕΗ με την καμένη λάμπα, προχωράει μες το χορταριασμένο οικόπεδο, πάει κοντά στο βαρέλι, σκύβει ελαφρώς και βάζει το μάτι του στην τρύπα του βαρελιού, μένει περίπου τρία λεπτά, γυρίζει με σκυμμένο κεφάλι, παίρνει το ποδήλατο και φεύγει.

Πήγα τελευταία φορά στη θάλασσα πριν μία εβδομάδα, ο βράχος ήταν εκεί φυσικά, κάθε φορά εκεί είναι, αλλά είδα στην άκρη του για πρώτη φορά ένα κόκκινο λουλούδι. Μου καρφώθηκε από τότε να πάω να το κόψω.

Τις τελευταίες μέρες ο τύπος έρχεται κάθε βράδυ, πάντα με ελπίδα, φεύγει πάντα με σκυμμένο κεφάλι.

Τις τελευταίες νύχτες βλέπω συνέχεια το ίδιο όνειρο. Προσπαθώ να φτάσω την άκρη του βράχου, ν’ αγγίξω το λουλούδι, και κάθε φορά γλιστράω και πέφτω στη θάλασσα. Είναι αδύνατο να φτάσεις στη κορυφή, ο βράχος γυαλιστερά επίπεδος, απόκρημνος. Αποκλείεται.

Χθες είδα τον άντρα πάλι την ίδια ώρα, πάλι το ίδιο σκηνικό, πάλι η ίδια απογοήτευση. Τσακίστηκα να κατέβω τις σκάλες, ίσα που τον πρόλαβα.

Προσπαθώ πάλι να φθάσω στη κορυφή του βράχου, τα μάτια μου ορθάνοιχτα , οι φλέβες μου φουσκωμένες, η θάλασσα από κάτω αγριεμένη, απεγνωσμένες κινήσεις, πάλι πέφτω στο κύμα ,χτυπιέμαι μαζί του στον βράχο, πονάω στο σώμα μου.

Φίλε στάσου, σε παρατηρώ δυό χρόνια τώρα, πας και κοιτάς μες το βαρέλι, πήγα κι εγώ χθες τη νύχτα, δεν είδα τίποτα, σκοτάδι.

Την Κυριακή θα ξαναδοκιμάσω την άκρη του βράχου, όχι ότι θα τα καταφέρω. Ο χειμωνανθός στη σχισμάδα του βράχου έγινε πια έμμονη ιδέα.

Εγώ φίλε μου κοιτάω χρόνια τώρα και δεν είδα τίποτα, και συ περίμενες να δεις με την πρώτη ματιά, μ’ απάντησε κι έφυγε.

Την Κυριακή είμαι σίγουρος ότι θα ξανασκάσω στο κύμα, αλλά θα δοκιμάσω πάλι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κυνηγάω μια ουτοπία.


Ταξιδευτής















“ας ελπίσουμε ότι δεν άνθισε ματαίως...”
                                                Δημήτρης Τσιπούρας

Ίσως τίποτα να μην είναι μάταιο, αρκεί να έχει κάποιο προορισμό. Φυσικά όχι της ζωής μας. Αυτή η γαμημένη μόνο το θάνατο έχει.
Φίλες και φίλοι, αυτό το κειμενάκι είχε γραφεί στις 24/3/2011. Μου το θύμισε η Φανή. Όταν το ξαναδιάβασα ντράπηκα. Γράφαμε, γράφαμε πάνω στην τρέλα μας, χωρίς δεύτερη ματιά. Ατέλειωτα λάθη, κόμματα, τελείες, επαναλήψεις, άλλα αντ’ άλλων. Δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί τίποτα απ’ την προηγούμενη ζωή του, ούτε το λίγο του, ούτε το πολύ του. Μπορεί βέβαια να τη διορθώσει.
Αυτό έκανα κι εγώ με αυτό το κειμενάκι -σχόλιο που είχε σαν βάση, ένα ανέκδοτο από εκείνα που λέγαμε στο δημοτικό και το κυκλάμινο που ανθεί στου βράχου τη σχισμάδα  του Ρίτσου.
Δεν ξέρω τι είναι τώρα, ελπίζω να το διόρθωσα κάπως.
Θυμήθηκα πάλι κάποιο βιβλίο του Μιούζιλ, που έγραψε μια απλή ιστορία 99 φορές με 99 διαφορετικούς τρόπους.
Αν είχα το κουράγιο και το χρόνο αυτό το κείμενο προσφέρεται, είπα. Για όλους εμάς που κάνουμε μαθήματα αυτοδίδακτης δημιουργικής γραφής. 
Είμαι ακόμα μικρός, όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω συγγραφέας.
Πρέπει όμως πρώτα να καταβροχθίσω του κόσμου τα βιβλία. Η δουλειά και η δουλεία τροχοπέδη.
Κι όμως μπορούσαμε με την εξέλιξη της τεχνολογίας να δουλεύουμε λιγότερο. Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους έγραφε ο Guy Aznar, πριν από κάποια χρόνια. Αυτό ελπίζαμε και μεις τότε.
Που είναι πια τα οχτάωρα, που είναι τόσοι αγώνες;
Έγιναν αγωνίες επιβίωσης και μεις άβουλοι και μοιραίοι.
Τι να σου κάνει μια Πέμπτη 18 του Οκτώβρη, όταν γέμισαν μαύρο όλες οι μέρες μας;
Αυτή τη σπίθα ποιος θα την κάνει φωτιά, κι όλα απ’ τη αρχή;
Δεν θα πάψουμε όμως ποτέ, να κυνηγάμε χίμαιρες.


Ταξιδευτής
21 Νοεμβρίου 2012







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου