14 Νοε 2012

Αιώνες τώρα



Οι φωνές σώπασαν.
Άκρα του τάφου σιωπή. Μόνο ένας λυγμός.
Όλα σκοτάδι. Ένοιωθα ήρεμος, παγωμένος.
Μόνο το γλάρο, εκείνο τον άσπρο γλάρο που αγαπήσαμε ένοιωθα μέσα μου. Άσπρος να πετάει πάνω στο γαλανό Αιγαίο.
Σαν κύματα έσκαβες την ψυχή μου. Η ανάσα σου όλο πλησίαζε. Πιο δυνατή, λαχανιασμένη. Δεν σε έβλεπα. Μόνο σε ένοιωθα.
Η ανάσα σου όλο πιο δίπλα μου, σχεδόν πάνω μου. Ράγιζε η γη. Εσύ.
Όταν άνοιξες την κάσα ο γλάρος φτερούγισε, έκανε ένα γύρω πάνω μας. Ένας ξύλινος άσπρος γλάρος, έκανε μια ολόκληρη στροφή στον συννεφιασμένο ουρανό, ήρθε και κάθισε πάλι στον γερμένο πάνω μου ώμο σου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά, άκουγα τους ήχους.
Με φίλησες στα μάτια. Αργά, αργά άνοιγαν. Μη τα φιλάς τα μάτια μου σου είπα, και τεντώθηκα. Το χέρι μου έσφιγγε ένα ξύλινο σημειωματάριο. Μύρισε όλος ο τάφος το άρωμα σου. Στα χείλη μου έσταξες ροδόσταμο. Με τα δικά σου.
Μια σταγόνα βροχής έπεσε στο μάγουλο σου. Διψούσα. Την ήπια.
Πάμε μου είπες και με πήρες στην αγκαλιά σου. Μας περιμένουν οι φίλοι μας. Είναι όλοι εδώ.
Ξαφνικά ένοιωσα να ανακτώ δύναμη. Με κράτησες στα χέρια σου. Πάτησα στα πόδια μου. Κάναμε μια βόλτα μες το νεκροταφείο. Αναμμένα κεράκια. Ψιχάλιζε. Το χώμα έγινε υγρό. Αφήναμε τα πατήματα μας. Ο γλάρος ήρθε στον δικό μου ώμο. Οι ανεμώνες μεγάλωναν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Περπατήσαμε αγκαλιά προς την πλαγιά με τα πεύκα. Σου διάβασα ένα στίχο που άφησε ένας φίλος. "Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες, σε αρχαίο τάφο βρίσκοντας τα οστά μου, θα δούνε πάνω τους να φωσφορίζει τ όνομα σου, άραγε θα ξαφνιαστούν; θα καταλάβουν πόσο σ’ αγάπησα;"(Εκτωρ Κακναβάτος).
Γέμισε η πλαγιά του βουνού με τα φιλιά μας. Ξαφνικά. Η πόλη κάτω λυπημένη βροχή. Εμείς μούσκεμα.
Τώρα πρέπει να γυρίσουμε, σου είπα. Να έρχεσαι κάθε βράδυ. Να αγαπάς τους φίλους μας, να μου λες τα νέα τους.
Φορούσες το άσπρο σου φόρεμα, το μακρύ, και το χαμόγελο σου.
Μπήκα ξανά μέσα, με φίλησες, με σκέπασες. Τρυφερά με την ανάσα σου. Ένοιωθα ευτυχισμένος. Φιληθήκαμε στο στόμα.
Θα έρχομαι αιώνια μου, είπες.
Αιώνια θα σε περιμένω, Σου είπα.
Αυτή η βόλτα που κάνουμε κάθε φορά στη πλαγιά με τα πεύκα, άλλοτε με ήλιο, άλλοτε με βροχή, πότε με το φεγγάρι, πότε στη σκοτεινιά, είναι η σταγόνα της ευτυχίας μας.
Βέβαια είναι και εκείνο το αστέρι.
Αιώνες τώρα.

Κωστής Ταξιδεύων
Νοέμβριος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου