3 Δεκ 2022

Την έλεγαν Δημοκρατία

Γέρικη κι ανήμπορη αναπολούσε τα όνειρά της, κάποτε ήμουν νέα, είχα σφρίγος, δύναμη, χαμόγελο, αντίσταση, περπάτησα στη φωτιά, κοιμήθηκα σε παγετώνες, νύχτες ολόκληρες έμεινα ξάγρυπνη,   

είχα την αντοχή και την ελπίδα δρόμο ανοιχτό, έπεφτα και κατάφερνα να σηκωθώ πάλι, ήταν το όνειρο φως στο σκοτάδι, μ' έκλειναν στα μπουρντρούμια της φυλακής κι εγώ εγκυμονούσα την ελευθερία της ουτοπίας, ήταν τα χρόνια όμορφα, χρόνια της νιότης, ήμουν νέα και όμορφη, με ήθελαν όλοι, οι άντρες στα καφενεία σταμάταγαν την κουβέντα να με κοιτάξουν σαν πέρναγα, δεν ανήκα σε κανέναν, με διεκδικούσαν όλοι, ακόμα και οι στραβοί κι ανάποδοι με επικαλούνταν, κάποιοι με έκαναν μάσκα και με φόραγαν να κρύψουν την ασχήμια τους, ήταν άλλα τα χρόνια, οι λέξεις είχαν βαρύτητα, εννοούσαν αυτό που έλεγαν, ήμουν κι εγώ μία όμως, ξελογιάστρα, τους  μίλαγα για την ομορφιά του κόσμου, τον ήλιο που βγαίνει για όλους το πρωΐ, για την πανσέληνο της δικαιοσύνης, για του κόσμου την αγάπη, φορούσα άσπρα μακριά φορέματα και τους χόρευα, πόσοι δεν πέθαναν για χάρη μου, ήταν άλλα τα χρόνια, τώρα  αφού με σακάτεψαν, με βίασαν, ποιός θέλει μια άσχημη ετοιμοθάνατη γριά, κοιτάνε μόνο ποιός θα κληρονομήσει τα πλούτη μου, αλλά εγώ θυμάμαι πως έλαμπαν τα μάτια ανδρών και γυναικών όταν με κοίταγαν, ενέπνεα τον έρωτα, όταν πεθαίνει ο έρωτας πεθαίνει κι η ζωή, τα μάτια κάρβουνα σβηστά τώρα δεν φέγγουν στο σκοτάδι, καμιά φορά ακόμα λένε το όνομά μου, αλλά αλλού έχουν το μυαλό τους,  στην αρπαγή, μια ζωή χωρίς ψυχή, τι ζωή είναι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου