12 Αυγ 2016

Πρώτο καλοκαίρι






Ακούγονταν μόνο το νερό που πότιζε τον κήπο. Ένα μισό φεγγάρι άχνιζε το σκοτάδι. Από μακριά ένα γαύγισμα σκύλου. Δεν φοβάμαι τίποτα, είπα.
Ζούμε με το φόβο του θανάτου, καιρός για τον φόβο μη  και δεν ζήσουμε.  
Είναι η πρώτη νύχτα που έμεινα νύχτα στο κτήμα. Ερχόμουν πρωί και έφευγα το βράδυ. Σήμερα έστησα τη σκηνή και αφουγκράζομαι τη νύχτα. Φυσάει ανάλαφρο κρύο αεράκι παρ’ όλο που είναι  Αύγουστος. Πάνω τα έλατα πυκνώνουν ακόμα το τοπίο. Τα φώτα ξεχασμένα λιμάνια κάτω στον απέραντο Θεσσαλικό κάμπο. Το σώμα μου  υποκλίνεται μεθυστικά στη σοδειά της μέρας. Ρίγανη, τσάι, φουντούκια, κράνα.  Ήξερα τις νόστιμες πατάτες της  Νάξου, προσμένω για πρώτη φορά στα 1200 μέτρα τις δικές μου. Πάντα φιλοδοξούσα τη γαμημένη τελειότητα. Ποτέ δεν την βρήκα στην πόλη, παντού σκουπίδια , υπόνομοι, σβησμένες γόπες, κραυγές άναρθρες.
Μεσάνυχτα και κάτι.  Καλοκαίρι στο βουνό. Η λάμπα πετρελαίου πάνω στο κέδρινο τραπέζι σιγοτρέμει τη φλόγα της και τη δικιά μου καινούρια εφηβεία.  Είχα άλλη μία σαν όλων μας τις εφηβείες, αλλά μετά η ανοιχτή φυλακή των άγευστων υποχρεώσεων με γέρασε νωρίς. Το κεφάλι μου είχε γεμίσει με περιττά πράγματα, αριθμούς και λογαριασμούς. Άρχισα να μην εμπιστεύομαι τους ανθρώπους και τα έργα τους. Από τη μια οι άνθρωποι κτίζουν και από την άλλη ο πόλεμος γκρεμίζει. Στην Ουκρανία ζουν με τον φόβο του πολέμου, στο Παρίσι με το φόβο της τρομοκρατίας, στην Αθήνα με τον φόβο της οικονομίας και στις Σκουριές ψάχνουν για χρυσό, η Δύση ολόκληρη ψάχνει πως θα διαχειριστεί τα σκουπίδια της. Κι εγώ που ήμουν ατρόμητος, τρόμαξα.
Χτες πήγα και ξέγραψα τον εαυτό μου από τα μητρώα του Δήμου. Χαιρέτησα έναν έναν τους υπαλλήλους που δίνουν πιστοποιητικά γέννησης και θανάτου κι έφυγα.
Μόνος εδώ. Δίχως διόδια, εφορία, αστυνομία, τρομοκρατία. Τελευταία ένοιωθα τόσο τρομοκρατημένος με ότι λεγόταν και ότι γινόταν, άσε που δεν καταλάβαινα αυτά που έλεγαν αφού άλλα έκαναν. Πάνω στο τραπέζι είχα στη μέση το βιβλίο του  Ζάουμε Καμπρέ, Confiteor. Οι συγγραφείς ανατρέχουν στην καθημερινή ιστορία των ανθρώπων, ψάχνοντας να καταλάβουν πως φτάσαμε ως εδώ. Η ανθρώπινη οδύσσεια πάντα ίδια αλλάζει προσωπεία. Μήπως εδώ πάνω τα χώματα δεν ποτίστηκαν με αίμα εμφύλιων σπαραγμών και βάρβαρων κατακτητών. Το μισό χωριό το έκαψαν στο πέρασμά τους οι Γερμανοί. Εδώ κάτω απ’ το δέντρο γονάτισε ένα Γερμανός και σκότωσε στο απέναντι βουνό τον Τάσο. Από τότε τον είπανε υψωμένο. Ο Λάμπρος θυμάται ακόμα τη σπηλιά στο ρέμα που τον έκρυβε η μάνα του με ζάχαρη στο στόμα να μην κλάψει και τον παιδομαζέψουν.  Εβδομήντα χρόνια είμαι εδώ πάνω, τέτοιο δράμα σαν το σημερινό μόνο στην κατοχή ζήσαμε, μου έλεγε το μεσημέρι ρίχνοντας μια πέτρα στο κατσίκι που ανέβηκε πάνω σε μια αγριομηλιά. Τα τρία σκυλιά του γαύγιζαν. Μην τα φοβάσαι τα σκυλιά, αν δεν τα πειράξεις δεν πειράζουν. Τους ανθρώπους να φοβάσαι περισσότερο, είπε.
Αναπολούσα χαμένους έρωτες, παρατημένες ιδέες, ένα κόσμο που θέλαμε να αλλάξουμε. Τελικά μας άλλαξε αυτός.
Είναι η πρώτη νύχτα του γάμου μου με τη φύση. Αλλά ούτε οι γάμοι αντέχουν πολύ σήμερα, ειδικά στην εφηβεία, καινούρια η παλιά.

Ταξιδευτής
12 Αυγούστου 2016



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου