9 Οκτ 2011

Κανένα ίχνος

Όταν δεν άντεχε τη ζωή, σκεφτόταν τον θάνατο. Όχι τον δικό του. Τους θανάτους που  τον σημάδεψαν. Φίλους που έφυγαν νέοι. Όνειρα που σκοτώθηκαν.
Δεν τον ένοιαζε ο δικός του θάνατος. Το μόνο που ήθελε, να πεθάνει νύχτα στον ύπνο του. Δεν μπορούσε να σκεφθεί τον εαυτό του, σε κρεβάτι νοσοκομείου. Σε μηχανήματα ιατρικά, συνδεδεμένο. Και στο τέλος τον όροφο -1 του νεκροτομείου.

Ο Άλεξ περπατούσε μόνος εκείνο το βράδυ, στα στενοσόκακα της πόλης. Κάτω απ’ το κάστρο. Τώρα η περιοχή είναι γεμάτη ταβέρνες και μπαράκια. Παλιά πριν το πόλεμο, ήταν τα αρχοντικά των πλουσίων. Άλλα ερειπωμένα σκαλίζουν της μνήμες τους κι’ άλλα ανακαινίσθηκαν επιμελώς από νεόπλουτους. Εκεί δίπλα ήταν και τα μπορντέλα στην κατοχή. Ο Δήμος θέλησε να ζωντανέψει την περιοχή. Μετέφερε μετά την λαϊκή, οι στενοί δρόμοι την έδιωξαν .
Το “παραμύθι” ήταν το πρώτο Jazz  bar που άνοιξε. Όταν έφυγε η λαϊκή. Ο Άλεξ παραπατούσε. Κρατώντας στο χέρι του την εικοστή μπύρα. Αξύριστος εδώ και μια βδομάδα. Πενηντάρης. Άνεργος εδώ κι ένα χρόνο. Πάνε επτά χρόνια, από τότε που τον εγκατέλειψε η Μάρθα.
Η Μάρθα τον αγαπούσε. Ο Άλεξ έπινε. Αντί να κάνουν έρωτα , έκανε εμετό. O Μπουκόφσκι δεν είναι πια της μόδας. Ο Άλεξ όμως γεννήθηκε on the road, μαζί με τον Κέρουακ , τον Μπάροουζ και τον Γκίνσμπεργκ. Δέκα χρόνια αργότερα. Ζεστό. Καλοκαιρινό βράδυ. Ιούλης, μεσάνυχτα και κάτι. Ο Άλεξ είχε φύγει πριν μισή ώρα απ’ το παραμύθι . Δεν έφυγε, τον έδιωξαν. Με τρόπο.
 Καθόταν ως συνήθως στο μπαρ. Δεν πείραζε κανέναν. Άφηνε είκοσι ευρώ τουλάχιστον κάθε βράδυ. Ήταν στο ταμείο ανεργίας ακόμα. Νοίκιαζε και το σπίτι, που έμεινε με την Μάρθα. Κληρονομιά απ’ τον πατέρα του, έμπορος βελέντζας που χρεοκόπησε.
Τα μάτια της ένοιωσε ότι τον πυροβόλησαν. Πανέμορφη, κοντά μαύρα  μαλλιά, μακριά πόδια, μιλούσε με το χαμόγελό της. Γύρω στα σαράντα. Έπινε και μιλούσε συνεχώς. Την  κάρφωσε και αυτός. Δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από πάνω της, έπινε και μιλούσε με μια φίλη της. Ο Άλεξ πήγε και κάθισε δίπλα τους. Η ανάσα του βρώμαγε. Τα λόγια του έγιναν χυδαία. Στο τέλος τον πέταξαν έξω. Με τρόπο. Πήγαινε προς το υπόγειο που  του είχε παραχωρήσει ο Νίκος, ένας παιδικός του φίλος. Στην άκρη της πόλης.
Κληματαριές  και τριανταφυλλιές  στις αυλές, δάφνες στο πεζοδρόμιο, αστέρια στον ουρανό. Τα σπίτια αραίωναν. Πέρασε μπροστά από ένα μικρό στρατόπεδο, χαιρέτησε τον φαντάρο στη σκοπιά. Υπηρετείς την πατρίδα ε; Ο ουρανός στριφογύριζε στο κεφάλι του, σαν τεράστιος πολυέλαιος που κουνιέται κυκλικά. Έναστρη νύχτα. Έκανε εμετό, πράσινα υγρά, απ’ το πρωί είχε φάει μια ντομάτα και μερικές ελιές και μια φέτα ξηρό ψωμί, σαν φρυγανιά.
Ένοιωσε καλύτερα, ανακουφίσθηκε,  έριξε νερό στο πρόσωπό του, απ΄ το μικρό συντριβανάκι της πλατειούλας.
 Μετά από τρείς μήνες δεν είχε ακόμα συνέλθει από τον θάνατο του Πέτρου. Αδελφικός φίλος του απ το σχολείο. Σκοτώθηκε με τη μηχανή του ένα βράδυ που πάτησε παραπάνω το γκάζι, μεθυσμένος. Έπεσε πάνω σε μια νταλίκα που φρέναρε απότομα. Χρόνια δολοφονία. Απ’ αυτές που δεν τις αγγίζει το δίκιο. Πέθανε από καρκίνο, από εγκεφαλικό, πέθανε από καρδιά, πέρασε αφηρημένος τον δρόμο και τον παρέσυρε αυτοκίνητο. Κανείς δεν θα ψάξει τον ηθικό αυτουργό. Ο πλέον εξελιγμένος τρόπος θανάτου. Ούτε μαχαίρι, ούτε δολοφόνος. Ο Πέτρος τον στήριζε στα δύσκολα. Εργάτης στα ναυπηγεία, η τελευταία του δουλειά. Απολύθηκε πριν τρία χρόνια. Ο Άλεξ τον φώναζε Πήτερ Παν.
 Έκατσε σ’ ένα πράσινο παγκάκι. Κάτω από μια πορτοκαλιά. Δίπλα σ’ ένα μικρό διώροφο με σβηστά φώτα. Το φεγγάρι και  ένας στύλος στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπροστά σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Τρείς το πρωί.
Άρχισε να συνέρχεται απ’το στομάχι του. Άρχισε να μεθάει πάλι απ΄ τα μάτια της. Το τενεκεδάκι της μπύρας τελείωσε εδώ και ώρα. Το πάτησε δυνατά με τα πόδια του. Ήταν ο μόνος θόρυβος στη σιωπή της νύχτας. Στη μοναξιά του.
Είχε πάνω από χρόνο να πάει με γυναίκα. Η τελευταία φορά ήταν με την Σόφη στις τουαλέτες του σιδηροδρομικού σταθμού.

Όταν σταμάτησε ο μικρός κίτρινος σκαραβαίος, απήγγειλε στίχους του Λαπαθιώτη.

Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει
η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου...

Του άρεσε η ποίηση.
Η Μαρία, η γυναίκα του μπαρ, έλεγε καληνύχτα στη φίλη της. Ο σκαραβαίος έφυγε.

Γυρεύω πάντα το φιλί- αχ καρδιά μου
που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει...


-Δεν έχω τίποτα. Κάποτε είχα. Τώρα με θεωρούν τρελό, με θεωρούν γραφικό. Εγώ όμως πιστεύω κάποιοι ραντίζουν τους ανθρώπους με ψυχοφάρμακα. Εγώ δεν παίρνω τίποτα άλλο. Μόνο μπύρα. Σε παρακαλώ μείνε λίγο μαζί μου. Θέλω έναν άνθρωπο να μιλήσω.
-Θα μείνω λίγο, λιγο όμως, πρέπει να κοιμηθώ, αύριο ξυπνάω νωρίς.
Η Μαρία έκατσε στο  παγκάκι, κι αυτή. Δίπλωσε τα πόδια της. Φορούσε τζίν παντελόνι και πορτοκαλί πουκάμισο. Τα στήθη της πετούσαν το πουκάμισο προς τα έξω. Το μαύρο σουτιέν της τα συγκρατούσε.
- Όταν σε είδα στο μπαρ, τρελάθηκα, ήσουν ίδια η Ελένη, η πρώτη μου αγάπη, μετά από είκοσι χρόνια. Πηγαίναμε μαζί σχολείο, ήμασταν ερωτευμένοι, κάναμε όνειρα, μαζί περάσαμε στο πανεπιστήμιο. Παντού μαζί. Μαζί στα σινεμά, στα θέατρα, διαβάζαμε τα ίδια βιβλία,  ακούγαμε τις ίδιες μουσικές, μαζί στις διαδηλώσεις, μαζί στους δρόμους. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Η Ελένη πέθανε. Πέθανε πριν να ζήσουμε. Αυτοκτόνησε. Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί. Ποτέ. Έπεσα στο κενό.
 Η Μαρία έβγαλε το πακέτο της. Άναψαν τσιγάρο. Έπεσε βαθειά σιωπή για λίγο.
Μετά του χαμογέλασε .
-Θέλω μια χάρη. Μόνο μια χάρη. Να με φιλήσεις μια φορά.
Η Μαρία γέλασε δυνατά.
Εντάξει του είπε, τρυφερά. Στο μαγουλάκι. Πρέπει να φύγω.
Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ένας ωραίος άντρας. Η ματιά της σταμάτησε στο παντελόνι του. Εκεί που το μπεζ παντελόνι του Άλεξ ασφυκτιούσε.
Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του χάιδεψε με το χέρι της ελαφρά το πρόσωπο.
- Φεύγω, του είπε.
- Κι εγώ; Εγώ, τι θα κάνω μόνος μου;
Του άφησε δυό τσιγάρα και ανέβηκε στο σπίτι της, στον πάνω όροφο. Ο  Άλεξ έμεινε πάλι μόνος, ολομόναχος στο παγκάκι. Το φεγγάρι δεν ήταν αρκετό, αν και ήταν γεμάτο.

Όταν η Μαρία φόρεσε το νυχτικό της, δεν πήγε στο μπάνιο. Πήγε στο παράθυρο. Άνοιξε λίγο την κουρτίνα. Ο Άλεξ ήταν στο απέναντι δρομάκι. Ήθελε να βλέπει το φως απ΄ το δωμάτιό της. Αφού δεν μπορούσε να δει αυτή. Είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του και κρατούσε το τεράστιο πέος του στα χέρια του. Το  έπαιζε με λύσσα, με ηδονική οργή, με γρήγορες και αργές κινήσεις,  με τα μάτια του καρφωμένα στο παράθυρο τώρα. Αναμμένος σαν λαμπάδα, ορμητικός σαν καταρράκτης.
 Το πρόσωπο της Μαρίας κοκκίνισε. Ένοιωσε τις ρώγες της να σκληραίνουν. Ασυναίσθητα τα μακριά της δάκτυλα έψαξαν τη δικιά της ηδονή, μέσα στο μαύρο κιλοτάκι της.
Το φως της λάμπας έδειχνε καθαρά. Κόντευε τέσσερις το πρωί. Ένα ποτάμι σπέρμα πιτσίλισε το πεζοδρόμιο, λες και ήταν βροχή αστεριών. Ένας βαθύς αναστεναγμός απ’ το στόμα του Άλεξ. Ακούστηκε σαν μεταλλικό κέρμα που πέφτει σε μαρμαρένιο δάπεδο. Η σιωπή της νύχτας ήταν απόλυτη. Εκείνη τη στιγμή κανένα σκυλί δεν γαύγιζε. Η λύτρωση.
Μια μικρή κραυγή ακούστηκε κι απ’ τη Μαρία. Και ο ήχος του ρολογιού στο άδειο σπίτι.
Ο Άλεξ έφυγε με το κεφάλι σκυφτό.

Η Μαρία πήγε να πλύνει τα δόντια της. Την άλλη μέρα η Μαρία ξύπνησε νωρίς. Πριν πάει στο μπάνιο, πήγε στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Δεν είδε κανένα ίχνος.


Ταξιδευτής 
9 Οκτωβρίου 2011



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου