29 Ιουλ 2016

Σημάδια





Μικρό παιδί ήσουνα πάνω στο κλωνάρι της καρυδιάς.  Από κάτω το αγκαθωτό σύρμα της φράχτης. Πάντα υπήρχαν φράχτες, ορατές και αόρατες. Όταν έπεσες το μικρό μπρατσάκι τρύπησε . Έκλαιγες, φώναζες, το έντερο βγήκε έξω. Ποιός ήξερε τότε ότι τα χέρια δεν έχουν έντερα;  Βέβαια πολύ αργότερα  κατάλαβες ότι ακόμα και το μυαλό έχει εντόσθια.
Ήταν το πρώτο βαθύ σημάδι που θυμάμαι. Τώρα το σώμα μου είναι γεμάτο σημάδια.  Η νοσοκόμα τη νύχτα έψαχνε φλέβα ανάμεσα στο τσίμπημα του σκορπιού και στο  τατουάζ της δεκάρας από ένα μεγάλο έρωτα.
Όταν έπεσε εκείνος ο τυροτενεκές στο κεφάλι μου ούτε επτά χρονών δεν ήμουν. Τον είχε στη μαρκίζα του υπογείου η γιαγιά για να στεγνώσει. Τότε έκανα και το πρώτο αντιτετανικό. Κλαίγοντας πάλι. Ακολούθησαν αμέτρητα αντιτετανικά. Πάταγες καρφί αντιτετανικό, έκοβες το δάχτυλο αντιτετανικό, σκεφτόσουν διαφορετικά αντιτετανικό.

Εκείνο το πρωί ξεκινήσαμε με τον Περικλή για τα κοπάδια μας.  Μ’ ένα καρπούζι πράσινο στον τουρβά, καβάλα στα γαϊδουράκια τραγουδούσαμε  Να ΄τανε το 21 και ανηφορίζαμε στη Μαλόραχη. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, μόνο η μυρωδιά από τα έλατα. Όταν φτάσαμε στην κερασιά ανεβήκαμε να κόψουμε βάντες με  γενομένα κεράσια. Τα σκυλιά αλυχτούσαν από μακριά. Όλο πλησίαζαν.  Στο τέλος έφτασαν απειλητικά. Τα γαϊδουράκια έκαναν χορευτικές σβούρες καθώς τα είχαμε δέσει μεταξύ τους. Μείναμε πάνω από δυό ώρες πάνω στην κερασιά και τραγουδούσαμε Έλα το βράδυ Ρήναμ κάτω στην κερασιά, έλα να φιληθούμε φεύγω στη ξενητιά. Τα σκυλιά έφυγαν επιτέλους με πονόλαιμο από το γαύγισμα κι εμείς πήγαμε ο καθένας στη στάνη του.  Έξαλλος ο Αλέκος ο τσοπάνης. «Άμα φοβάσαι να μη σε στέλνει ο πατέρας σου, πήγε μεσημέρι» και άλλα πλατανιώτικα στολίδια. Ο ήλιος πήγε ψηλά, βάλαμε τα πρόβατα στη στρούγκα και ο Αλέκος άρχισε να αρμέγει  Τότε ήταν που άρχισαν να πηδάνε τα πρόβατα από τη στρούγκα.  Ο Αλέκος σηκώθηκε να τα εμποδίσει, πέρασαν και τα υπόλοιπα  και έχυσαν το καρδάρι με το γάλα και ολοκληρώθηκαν τα νεύρα με μια γκλιτσιά στο πισινό μου. Άλλο σημάδι κι αυτό. Βέβαια ο Αλέκος ισχυρίζεται ότι ήθελε να χτυπήσει το μαύρο πρόβατο, αλλά το θέμα δεν είναι τι λες, αλλά τι κάνεις.  Αν ήταν όσα έλεγε η σημερινή κυβέρνηση και πράξη, τότε ούτε εγώ θα έγραφα για τα σημάδια σήμερα. Η μέρα τελείωσε με δυό τσουβάλια κοπριά. Από τα εντόσθια των προβάτων.
Στο γυρισμό συνάντησα δυό μαυροφορεμένες γυναίκες μέσα στο δάσος. Ίδιες φαντάσματα. Πάγωσε το αίμα μου. Ξεπάγωσε όταν βγήκα στο ξέφωτο.
Κάποια μεσάνυχτα και κάτι στην Αμερική, διηγούμασταν ιστορίες με φαντάσματα.  Ο βρικόλακας που βγαίνει τις νύχτες, με ένα σύρμα τυλιγμένο στις φλόγες και καίει τα πάντα στο διάβα του. Ή τα ψέματα του Αλέκου που τον πήρε ο ύπνος, ενώ φύλαγε τα πρόβατα νύχτα. Όταν ξύπνησε τα πρόβατα είχαν εξαφανιστεί. Μόνο ένα μαύρο δίπλα του. Το κλώτσησε και το σκοτάδι έγινε πιο μαύρο από μαύρο, πίσσα. Είπε, λέει, το πιστεύω και ξημέρωσε. Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι..

Ο χωματόδρομος για τη Μεσοχώρα έμοιαζε ατέλειωτος στην καρότσα του φορτηγού.  Από τότε, μισό αιώνα πριν, θυμάμαι αυτή την καστανιά. Ήταν ένα σημάδι στη διαδρομή κι αυτή. Ακόμα είναι.


Κωστής Ταξιδεύων
29 Ιουλίου 2016