29 Ιαν 2013

Άκουσα την καληνύχτα Σου για καλημέρα

Και είθε να είναι μια καλή μέρα. Everloving.
Οι ήχοι του βιολιού, το απόσταγμα του κοχυλιού, ο ήλιος που ζεσταίνει τον χειμώνα, τα χέρια που περπατάνε μαζί, στιγμές που μένουν ανεξίτηλες, όπως η αμυγδαλιά που προμη
νύει, τα χέρια του εργάτη, το χωράφι του αγρότη, όπως η Παναγιά της θάλασσας.
Μετά τον Μεσαίωνα η Αναγέννηση.
Οι βασιλιάδες και οι ευγενείς, οι αφεντάδες και οι δούλοι, η ιερά εξέταση και οι αποκεφαλισμοί δεν θα κρατήσουν για πολύ…
Η χώρα μας αποδεκατίζεται, οι νόμοι φτιάχνονται να πλουτίζουν αυτοί, εξορίζουν τους νέους, φορολογούν τη γέννηση παιδιών, αποκλείουν το πετρέλαιο από τους φτωχούς να πεθάνουν, φωνάζουν τους εμίρηδες να μας αγοράσουν για δούλους, το καταστροφικό τους σχέδιο προχωράει με τον λαό εν υπνώσει…
Χωρίς νέους ανθρώπους που πάει η χώρα;
Η γενιά μας ξοφλημένη. Πέθανε. Παραδόθηκε αμαχητί.
Μια νέα καλημέρα, μόνο από εκεί μπορούμε να περιμένουμε.
Πόσο ακόμα λίπος έχουν οι σάρκες μας, να ταΐζουν την αρρώστια που απλώνεται σαν πανούκλα;
Αυτός ο πόλεμος δυστυχώς μας θεωρεί από χέρι ηττημένους.
Χορεύουν οι παπαγάλοι στο δικό τους ρυθμό.
Τελειώνει κι ο Γενάρης.
Η Άνοιξη πότε;

Ταξιδευτής
29 Ιανουαρίου 2013

26 Ιαν 2013

Το ποτήρι της ευτυχίας


Φωτογραφία: Ρένα Χαμηλοθώρη
Ψιλόβρεχε.Χειμωνιάτικος καιρός δίπλα στη θάλασσα. Χωθήκαμε στο πρώτο μπαράκι, δίπλα στο παράθυρο.
Δυό ποτήρια κόκκινο κρασί. Το τζάκι έκαιγε δίπλα μας. Κι εμείς μέσα μας.
Απέναντι δυό ψάθινες καρέκλες κι ένα τραπεζάκι. 
Τι περίμεναν;
Ξετυλίξαμε το κουβάρι, δεκαετία του εξήντα, του εβδομήντα, του ογδόντα, του ενενήντα, μπήκαμε στην νέα χιλιετία με φόρα.
Σκοντάψαμε πάνω στην πρώτη δεκαετία. Άλλα δυό ποτήρια κόκκινο κρασί.
Έπαιζε παλιά ροκ κομμάτια, ωραίο μαγαζί. Σουρούπωνε.
Αδιέξοδα, στενοί δρόμοι, χωματόδρομοι, λασπόνερα, βουλιάξαμε. Πήγε μεσάνυχτα.
Τρίκλιζαν πια οι σκέψεις μας. Η θάλασσα σκοτείνιασε.  
Στην άκρη όλα τα ποτήρια, είπε η Ειρήνη. Μια ντουζίνα και βάλε.
 Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
Το ποτηράκι της ευτυχίας.
Πάνω στο τραπέζι ένα μόνο ποτήρι. Το πίναμε σταγόνα, σταγόνα.

Το φεγγάρι βρήκε μια σχισμή, φώτιζε τα κύματα.
Κάναμε έρωτα σαν τρελοί, όρθιοι, πάνω στην άμμο, κάτω απ’ την άμμο, σαν ζώα, σαν πρωτάρηδες, σαν παλαίμαχοι, σαν εραστές, σαν ποιητές, σαν αλήτες, συλλαβίζοντας τα κύματα μεθυσμένοι.

Μετά από εννιά μήνες γεννήθηκε ο γιός μας.
Τον είπαμε Φεγγαρόφωτο.

Ταξιδευτής
26 Ιανουαρίου 2013




Ο κόσμος μου άνω κάτω

Όλα ξεκίνησαν εξ’ αιτίας του Λάμπη.
Ήμουν ένα φιλήσυχος πολίτης, με υποταγή στους νόμους και στη σιωπή.
Ήμουν τόσο σιωπηλός που μοίραζα σε όλους χαμόγελα, αντί για λέξεις.
Είχα μια δουλειά, μια γυναίκα, δυό παιδιά και δυό γατιά. Τον Φρίξο και την Κέλυ. Για τις γάτες μου λέω. Είχα ακόμα τον Θεό μου και το νοικοκυριό μου. Είχα μια γαλάζια Scoda και ένα αμπέλι στο χωριό μου.
Σκόνταψα σήμερα το πρωί.
Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα στο διπλανό κελί.
Με τον Λάμπη.
- Εντάξει κυρία Φρόσω, είπα το πρωί, θα πάω να δω εγώ γιατί…
Όταν μπήκα μες την Αστυνομική Διεύθυνση, μου ζήτησαν ταυτότητα. Την έδωσα.
Ο φρουρός της τάξης ταράχτηκε. Πήρε τηλέφωνο ψηλά, στον Διοικητή. Τον είδα που έκανε όπως ο κυνηγός που έβγαλε παπί. Που να μου πάει το μυαλό.
Μου έβαλαν χειροπέδες και δεν ήξερα γιατί.
- Συλλαμβάνεσαι, μου είπαν μόνο. «Δικαίωμά σου να μη πεις τίποτα», μου είπαν. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν έλεγα. Ήμουν υπεράνω υποψίας.
Όταν μου φέραν το χαρτί, μαζί με ένα πιάτο φακή, πάλι δεν κατάλαβα γιατί.
Συνελήφθη σήμερα και κρατείται στις φυλακές της Αγράμπελου, ο Κωστής Απάθειος, ως ύποπτος μάρτυς υπεράσπισης και δεόντως νοιαζόμενος για τον από χτες φυλακισμένο Λάμπη Ανάλαμπρο, κατηγορούμενο για τρομοκρατικές ενέργειες.
Ο Κωστής Απάθειος εθεάθη το πρωί, εις φούρνον της συνοικίας Μαύρα πηγάδια, συνομιλώντας με την Ευφροσύνη Ανακατεμένη- Ανάλαμπρου, μητέρα του κατηγορούμενου τρομοκράτη, κρατώντας στα χέρια του ωοειδές αντικείμενο σε σχήμα κούκλας, αγνώστου περιεχομένου. Το ύποπτο χαμόγελό του και οι κινήσεις των χεριών του ήταν οι πρώτες ενδείξεις, που οδήγησαν την υπηρεσία μας εις τα ευρήματα.
Μετά από έλεγχο στην αποθήκη που βρίσκεται στην αριστερή γωνία της αυλής του Απάθειου, βρέθηκαν:
Μια πλαστική μπάλα στο σχήμα φεγγαριού, έντεκα πορτοκάλια στο σχήμα του ήλιου, ένα κλαδευτήρι, ένα σφυρί και ένα δρεπάνι, ένας δονητής σε σχήμα μπανάνας και μια μπανάνα σε σχήμα δονητή, ένα αντίγραφο με τα κύματα του Δούναβη, μια γραφομηχανή, δύο αρμαθιές σκόρδα και το εγκόλπιο της ανθρώπινης ηλιθιότητας.
Ο συλληφθείς οδηγήθηκε στη φυλακή μέχρι την Δευτέρα, όποτε και θα οδηγηθεί στον εισαγγελέα.

-Και η ρώσικη κούκλα γιατί; Γιατί γαμώτο;




Ταξιδευτής
25 Ιανουαρίου 2013

25 Ιαν 2013

Ο Λάμπης ο νευρωτικός

«Ντύσου», του είπαν μόλις άνοιξε την πόρτα. Ο Λάμπης ήταν με το σώβρακο. Έξι το πρωί χτύπησε το κουδούνι. Δυο μπάτσοι κι ένας γραβατωμένος γυαλάκιας με κουστούμι και μουστάκι. Ο εισαγγελέας μάλλον.
- Καλημέρα, παιδιά. Σας περίμενα
Ο Λάμπης χρωστούσε στην εφορία 1632 ευρώ, ήξερε ότι κάποια μέρα θα τον συλλάβουν. Όσοι δεν πληρώνουν θα πάνε φυλακή, η επωδός στα δελτία των 8.
Του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Φυσικά δεν ήταν η μόνη.
Τρία χρόνια άνεργος, με δανεικά τσιγάρα την έβγαζε. Ευτυχώς είχε ένα πιάτο φαί απ’ τη μάνα του. Ο πατέρας του πέθανε στα 81, μετά από μια πορεία.
– Πατέρα, θα συνεχίσω εγώ, του είπε στην κηδεία ο Λάμπης. Και τόσοι άλλοι σαν εσένα.
Αυτός ήταν 53. Γύρισε στο παιδικό του δωμάτιο, τι να σου κάνει μια σύνταξη 350 ευρώ της μάνας και κάποια μεροκάματα που απέμειναν στην οικοδομή. Στήριξε τα παιδιά του να σπουδάσουν, έφυγαν και τα δυο στη Γερμανία, λάντζα με πτυχία, με τη γυναίκα του χώρισε, το μαγαζί το έκλεισε. Ποιος αγόραζε πια δίσκους. Δισκορυχείον τέλος.
Μύλος που άλεθε, η ζωή του Λάμπη. Άριστος και ανυπάκουος μαθητής, πτυχίο φυσικής, νύχτες δουλειάς στην λαχαναγορά, ελαιοχρωματιστής παλ χρωμάτων, οδηγός νταλίκας με σήμα ιντερνάσιοναλ στο φτερό, μέλος της κίτρινης φυλής ένα φεγγάρι, δουλειά σε εκδοτικούς οίκους, διορθώσεις, μεταφράσεις, σκιτσογράφος, καλοκαίρια στα νησιά, αεικίνητος. Στο τέλος άνοιξε το δισκάδικο.
Ο Λάμπης ήταν νευρωτικός. Έτσι τον έλεγαν στη γειτονιά. Ο Λάμπης μιλούσε ακατανόητα, ασύμβατα, απαράδοτα, απρόδοτα, για δικαιοσύνη, για παιδεία, για δουλειά -ενώ όλοι κοιτούσαν τις δουλειές τους.
Μιλούσε με θυμό, τα λόγια του είχαν οργή. Ο Λάμπης που φώτιζε, συννέφιασε.
« Άλλο είναι η ζωή και άλλο αυτό που ζούμε»( Μακριδάκης Γιάννης), τους έλεγε χτες στην αντιρατσιστική συγκέντρωση.
- Καλά πάμε; Είπε με τις χειροπέδες στα χέρια.
Του έδεσαν τα μάτια, του βούλωσαν τα αυτιά, τον πέταξαν στη φυλακή. Ένα κελί με δύο άλλους σαν εκείνον.
Ο Λάμπης προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα δικαιοσύνης. Ένας επικίνδυνος φοροφυγάς.



Ταξιδευτής
23 Ιανουαρίου 2013


21 Ιαν 2013

Η Χιονάνθρωπος



Καταχείμωνο. Τρυφερό πράσινο, τα σπαρμένα με στάρι χωράφια. Ανέτειλαν οι φυτρωμένοι σπόροι. Από το σκοτάδι της σποράς, στο φως του ήλιου.
- Τίποτα δεν πάει χαμένο, μονολόγησε ο Λάμπης. Έσπειρε μες τη νύχτα, δεν ήταν σίγουρος αν του ξέφυγε κομμάτι γης.
Το κρύο περόνιαζε, μουντός χαμηλός ο ουρανός, έπεφταν αραιές σταγόνες χιονόνερου. Είχε ένα μήνα να πάει στο χωράφι του. Δούλευε στα μεταλλεία και το βράδυ γκαρσόν. Μετά ήταν και το χιόνι, που έπεσε πολύ μες τις γιορτές.
Όταν πρόσεξε τον καπνό στο κονάκι του, είπε ένα Τι;
Πλησίασε φοβισμένος. Η πλαγιά του βουνού νύχτωνε.
Ποιος είναι μέσα; Ποια φωτιά;
-Ποιος είναι; Καμιά απάντηση. Είναι κάποιος εδώ; Τίποτα
Έσπρωξε σιγά τρεμάμενος, την παραβιασμένη πόρτα.

Δυό τρία ξύλα στη μέση σιγόκαιγαν. Ο χιονάνθρωπος είχε αρχίσει να λειώνει. Κόκκινο νερό κυλούσε απ’ τις φλέβες του.
Δεν άντεξε άλλο την παγωνιά. Πάει μήνας που ο ταξιδιώτης του χειμώνα του χάρισε το δικό του μαντήλι. Ήταν τώρα σαν παρατημένο λάβαρο, μες τα ανεκπλήρωτα αίματα. Σχεδόν μισό αιώνα, ούτε μια τρυπούλα, το πρόσεχε σαν τα μάτια Του.
Κάποτε αγαπούσε την Λιλή, αλλά παντρεύτηκε την Ελένη.
Η Λιλή ήταν ζωγράφος και έμεινε ζωγράφος.

Ταξιδευτής
21 Ιανουαρίου 2013