31 Ιουλ 2012

Χωρίς αντίδοτα η ζωή είναι κόλαση

~Είναι άλλο να μιλάς εκ του ασφαλούς κι άλλο εκ του αν- ασφαλούς. Στη φάση που βρίσκεται η χώρα μας σήμερα, ποιος μπορεί να ακούσει τους ασφαλισμένους, όταν οι περισσότεροι έχουμε απ-ασφαλισθεί. Αυτό βέβαια ισχύει για τα εργασιο-πολιτικο-οικονομικά. Από κει και πέρα αρχίζει η ζωή. Κι ο θάνατος δεν θα σε ρωτήσει,  αν είχες ή αν δεν είχες πλούτη υλικά.  Θα σε ρωτήσουν όμως οι επόμενες γενιές, αν άφησες κάποιο ίχνος  από ανεξίτηλες λέξεις πίσω σου, να φωτίζουν τα σκοτάδια που τους κληρονόμησες.

~Το ότι η ανθρωπότητα ήταν από πάντα μες τους πολέμους και την αδικία, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε χρέος, να έχουμε χειρολαβή ζωής, τις πανανθρώπινες αξίες. Ο Αριστοτέλης, ο Χριστός, ο Μαρξ, είπαν σχεδόν τα ίδια πράγματα. Μίλησαν για κοινωνία του Ανθρώπου. Καταφέραμε την κοινωνία της ζούγκλας. Κι αν δεν μπορείς  να κάνεις πολλά απέναντι σ’ αυτό το ατσάλινο πλέγμα, κάνε όσα μπορείς.
Αν δεν υπήρχαν εκατομμύρια Άνθρωποι που πάλεψαν για το φως, ποιος ξέρει, μπορεί και να μην υπήρχαμε σήμερα. Να ήταν όλα σκοτάδι.

~ Είναι άσκοπο να χαραμίζεις τη θετική σου ενέργεια κρίνοντας τους άλλους, ατέλειωτη η βλακεία των ανθρώπων, καλύτερα δείξε τους την ομορφιά, είναι καλύτερα και για σένα και γι’ αυτούς. Ένα λάθος που πέφτουμε συχνά όλοι.

~ Μη ζητάς από έναν πλούσιο να καταλάβει έναν πεινασμένο, είναι σαν να ζητάς  από ένα αγράμματο  να διαβάσει ένα βιβλίο ή από έναν φασίστα τι θα πει  Δημοκρατία. Όταν κάποτε αμβλυνθούν οι διαφορές μεταξύ των εχόντων οικονομικό πλούτο και τον μη εχόντων, μπορεί να εξημερωθεί ο άνθρωπος. Ως τότε θα φτιάχνουν οι πλούσιοι όπλα και οι φτωχοί θα πολεμάμε με τις ιδέες. Με γοητεύουν οι ιδέες. Με ευτελίζουν τα όπλα τους.

~ Μπροστά στο θάνατο και το ανήμπορο, ο άνθρωπος έφτιαξε χειρολαβές- ψευδαισθήσεις π.χ τις θρησκείες. Κάθε λαός θέλει το όπιο του, να υπάρξει. Και η ανθρωπότητα το δικό της.

~ Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις. Καλύτερα. Να κάνουμε μια στάση, να δούμε που είμαστε. 

~ Υπάρχουν βέβαια οι Ολυμπιακοί των πολυεθνικών. Τόσα ντοπαρίσματα. Είναι πολλά τα λεφτά.

~ Όπως και να είναι η μέρα μας, πάντα υπάρχει ένα βιβλίο να την ταξιδέψει. Χωρίς αντίδοτα η ζωή είναι κόλαση.


Ταξιδευτής
31 Ιουλίου 2012



30 Ιουλ 2012



Κάθε πρωί ανοίγω το παράθυρο
Να έρχεσαι πάλι
Θέλησα έναν ανεμόμυλο
Να ανεμίζω τα παιδικά μας όνειρα
Γύρισα όλο το νησί
Για να σταθώ για μια στιγμή
Απέναντί Σου μόνο
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι να σε κοιτάω στα μάτια
Σαν να είσαι η μόνη αλήθεια
Σαν να είμαι το μόνο ψέμα
Φώναξα κι όλους τους φίλους μας
Σαν να είναι ότι απέμεινε
Αυτοί
Και το ηλιοβασίλεμα
Εσύ
Κι ο κόσμος όλος.

Κωστής Ταξιδεύων
30 Ιουλίου 2012

Τόσο απλά, τόσο ανέμελα

Γιατί άμα χάσουμε τις στιγμές του καλοκαιριού, τι θα κάνουμε από Σεπτέμβρη;
Μας ξεγελάνε οι κήνσορες, ξεγελάμε κι εμείς τους εαυτούς μας.
Νόμισαν οι πολλοί πως θα σώσουν τον εαυτούλη τους, έτσι νόμισαν, όσοι πάντα νομίζoυν πως το μόνο που έχουν  να νομίζουν, είναι  πως θα σωθούν οι ίδιοι. Κι έτσι γεμίσαμε νομίσματα.
Και μετά ήρθε το καλοκαίρι…
Το καλοκαίρι όμως όπως συμβαίνει συνήθως το ακολουθεί το φθινόπωρο και ύστερα ο χειμώνας.
Το καλοκαίρι θέλει ένα φανελάκι κι ένα σορτσάκι και σαγιονάρες, ωραίο το τρίο σήμερα με τις σαγιονάρες έψαχνε στην άμμο δις…
Κλείνω τα μάτια μου, κλείνω τα αυτιά μου, γεμίζω με ολοζώντανες ψευδαισθήσεις, βλέπω την μια όψη των πραγμάτων, φωτογραφίζω την ανατολή, τη δύση, τη φύση και τα ποτάμια, ακούω αγαπημένες μουσικές, ανοίγω πόρτες και παράθυρα, περπατώ ξυπόλυτος, βάζω κάθε λίγο τον σελιδοδείκτη στο βιβλίο που διαβάζω και μπαίνω κάτω από το κρύο νερό του κήπου, των νοσταλγιών και των ονείρων, στήνω ένα πανηγύρι με την βεβαιότητα της αβεβαιότητας, απόψε πάλι είμαι ζωντανός.

Δεν φταις εσύ που ο κόσμος είναι αλλού κι εσύ αλλού. Ο καθένας μας είναι κάπου.

 Ένα ζευγάρι γειτόνων, πάνω απ’ το κρεβάτι τους είχαν τη φωτογραφία του Αντώνη, πριν είχαν του Κωστάκη τους. Τώρα έβαλαν και του Βαγγέλη και του Φώτη. Η Αγία Τριάς. Αλλιώς δεν τα καταφέρνουν λέει, να κάνουν  τίποτα στο κρεβάτι. Οι τρείς αυτοί παίζουν τον ρόλο των ρόλο σεξουαλικών βοηθημάτων. Τώρα πως τα καταφέρνουν μ’ αυτούς τους τρεις να κάνουν σεξ, μόνο αυτοί ξέρουν. Πάντως αυτές τις μέρες δεν κάνουν τίποτα, γιατί νοιώθουν μεγάλη πίεση και οι τρεις -που τους έβαλαν πάνω απ’ το κρεβάτι τους, γιατί τους έβαλε η τρόικα από κάτω. Παλιά η γειτόνισσα φώναζε Παναγιά μου τις νύχτες. Όταν τη ρώτησα μια μέρα γιατί,  μου είπε ότι την έχει πάνω απ’ το κρεβάτι της. Κατάλαβα, της είπα..

Ρε, τη ζέστη κάνει τούτη την  ώρα. Ο καθένας είναι στον κόσμο του. Έτσι ήταν πάντα τα καλοκαίρια…

Ταξιδευτής
30 Ιουλίου 2012

25 Ιουλ 2012

Τιμής ένεκεν

Πεντανόστιμα είναι Σοφία, αλλά τ’ άλλα είναι που αδυνατίζουν. Στη μαγειρική οι συνδυασμοί είναι όλη η νοστιμιά, όπως και στη ζωή.
Το κακό είναι, ότι είναι νόστιμο απαγορεύεται. Και στη μαγειρική και στη ζωή.
Νομίζω ότι και για τα δυό φταίνε οι χιλιάδες θρησκείες. Τελικά αυτές είναι που βάζουν τρικλοποδιές στην εξέλιξη της επιστήμης, η οποία είναι μία. Νηστεία εδώ, νηστεία εκεί, νηστεία παραπέρα. Κατοχικό σύνδρομο, δημιουργεί τελικά η νηστεία.
Απ’ αυτό το κατοχικό σύνδρομο πάσχει ολόκληρη η ανθρωπότητα σήμερα. Δικό μου τούτο, δικό μου εκείνο, δικό μου το άλλο. Όλα υπό κατοχή.
Υπό κατοχή ο άντρας, υπό κατοχή η γυναίκα, υπό κατοχή η κοινωνία, υπό κατοχή η χώρα μας, υπό κατοχή τελικά είναι όλα.
Για να κατέχεις κάτι πρέπει να έχεις χρήματα, να το αγοράσεις. Τότε γίνεται δικό σου, το κατέχεις. Για να έχεις χρήματα  όμως, πρέπει να είσαι o ίδιος υπό κατοχή,. Tης εργασίας, του χρόνου, της δουλικότητας ολόκληρου του εμφανούς και αφανούς είναι σου. Έτσι ενώ νομίζεις ότι κατέχεις, βρίσκεσαι ο ίδιος υπό κατοχή. Όλα πουλιούνται κι όλα αγοράζονται. Σ’ αυτό το παζάρι, το παιχνίδι είναι ποιος θα κατέχει τον άλλον.
Θρησκεία και πολιτική μάχονται ανελέητα, ποιος θα κατακτήσει ποιόν. Αδίστακτα μας οδηγούν στον πόλεμο. Είτε οικονομικοί, είτε θρησκευτικοί ήταν όλοι οι πόλεμοι. Και σήμερα ζούμε τον μεγαλύτερο οικονομικό πόλεμο.
Κανείς δεν μιλάει πια για αυτά που δεν παζαρεύονται, για τη φιλία, το χαμόγελο, την ανιδιοτέλεια της αλληλεγγύης. Tιμής ένεκεν.
Το παράδοξο είναι, ότι απαγορεύεται φουντώνει. Όσοι μιλούν για ηθική,  είναι οι πιο ανήθικοι. Όσοι για ειρήνη, έχουν στο μυαλό τους τον πόλεμο.
 Τα σύνορα. Αυτό είναι που βασανίζει τους ανθρώπους, τα σύνορα, στο χωριό οι φράχτες και στις χώρες οι μεγαλόσχημες ρητορείες.
Στην εποχή την αρρωστημένης ατομικότητας, ούτε δύο, ούτε τρεις αντέχουν, πόσο μάλλον οι συλλογικότητες. Είναι μακριά οι εποχές των κοινοβίων.
Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο ήταν το σύνθημα. Θα ξανάρθει, όταν όλα περάσουν.


Ταξιδευτής
25 Ιουλίου 2012


20 Ιουλ 2012

Αενάως

O εν - τόπος στένεψε πολύ, όλα στένεψαν πολύ.
Που να χωρέσουν τόσα παλιά όνειρα, τώρα;

Παλιά χωρούσαν, όλα ήταν μικρά, τα σπίτια μας, οι δρόμοι μας, τα ρούχα μας, οι τσέπες μας, τα βιβλία μας, οι αυλές μας, οι φίλοι μας, οι εκδρομές μας ήταν μικρές.
Όλα γέμιζαν εύκολα, επειδή ήταν μικρά. Έτσι μεγάλωνε η καρδιά.

Κοιτάζω έξω τους ανθρώπους με πρόσωπα, αποκαμωμένα ερείπια παλιών απλόχερων ψευδαισθήσεων. Η μόνη χειρολαβή που τους έμεινε αυτή του αστικού λεωφορείου. Κι αυτή, όποιος προλάβει. Ίσως γι’ αυτό στριμώχνονται τόσοι πολλοί, ο ένας πάνω στον άλλον, αλληλέγγυοι στον ιδρώτα της αγωνίας.
Κάποιοι λογαριάζουν σε πόσες δόσεις θα μας ξεπουλήσουν, ευρωουρλιαχτά βουίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, από το στόμα τους βγαίνουν πύρινες φλόγες.
Oι λέξεις που αγαπήσαμε δεν ζούνε πια.
Χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου. Αυτό το μαύρο καλοκαίρι της καταχνιάς πόση αναμονή θα αντέξει; Μας απέμεινε λίγη αντοχή ακόμα, να κουβεντιάζουμε που και που. Άλλοτε για τις δόσεις και άλλοτε για το τέλος. Έτσι μπορούμε να συζητάμε ακόμα.

Κοίτα αυτός ο άντρας, που πάει καταμεσήμερο, -μ’ αυτή την κόκκινη ομπρέλα; Να προλάβει τι; Ίσως τη δόση.

Μα εμείς έχουμε χρέος να ζήσουμε ως τότε.
Να αφήσουμε ένα ίχνος πάνω στην άμμο, να σφυρίξουμε μ’ ένα κοχύλι, να ερωτευτούμε ένα αστέρι.
Ως τότε ας σκαρφαλώνουμε στα βουνά της ουτοπίας, ας γινόμαστε δελφίνια σε αιγαιοπελαγίτικα γαλάζια νερά.

Ίσως γεννηθήκαμε σε λάθος χώρα, σε λάθος χρόνο, από λάθος. Ίσως δεν επιλέξαμε σωστά, ίσως δεν γνωρίζαμε, ίσως ακόμα να μη γνωρίζουμε. Ίσως πουθενά να μην υπάρχει. Ίσως να γεννηθήκαμε στην πιο όμορφη χώρα, στην πιο ενδιαφέρουσα εποχή. Ίσως να μη βλέπουμε καλά.

Δεν εξηγείται αλλιώς.
 
Τόσοι πνιγμοί, με τόση θάλασσα;
Τόσο γκρίζο, σε τόσο γαλανό ουρανό;
Τόσος βάλτος, με τόσα ποτάμια;
Τόση ακινησία, με τόσες βουνοκορφές;
Τόση αμάθεια, με τόση ιστορία;
Τόσο ψέμα, με τόσο φως;

Δεν μετάνιωσα για τίποτα στη ζωή μου. Πάλι τα ίδια θα έκανα. Όλα τα λάθη μου.
Εκτός από ένα.
Δέντρο δεν θα ξαναγεννιούμουνα ποτέ. Ακίνητος, να φωλιάζουν πάνω μου τόσα ζωύφια.
Πουλί. Αετός θα ήθελα. Να κουτσουλάω τα λογιστικά κεφάλια.

Αν ο πλάστης μου ζητούσε δεύτερη επιλογή, ποτάμι θα έλεγα, να συναντώ τη θάλασσα. Αενάως.

Ταξιδευτής
20 Ιουλίου 2012

19 Ιουλ 2012

Μεσοχώρα

Η Μεσοχώρα  είναι ένας φανταστικός τόπος, δεν υφίσταται. Την έπλασα εγώ στο μυαλό μου, να δροσιστώ τις μέρες του καύσωνα. Είναι μια Ουτοπία, σε υψόμετρo 800 μέτρων, στο ύψος της  καρδιά της. Δεν αφορά κανέναν άλλον εκτός από τους Μεσοχωρίτες. Όπως και στο σώμα μας, η καρδιά πότε ερεθίζεται από το νου που κατοικεί στα ύψη και πότε από τον δρομέα μεγάλων αποστάσεων, στηριζόμενη όρθια. Έχει όμως χρέος να πριμοδοτεί  τo όλον  σώμα με κόκκινο αίμα, μέσα από τις φλέβες μας. Έτσι και η Μεσοχώρα, μια αγναντεύει ψηλά τις βουνοκορφές με τα έλατα ή τις φαλακρές πέτρινες ακίδες που αγγίζουν τον ουρανό, και μια χαμηλοθωρούσα τα πόδια της, που ποτίζονται από  τον ελεύθερο ρου χρωματιστών νερών.
Η Μεσοχώρα υπάρχει μες τον καθένα μας, σαν τόπος γενέθλιος, παιδικών βιωμάτων και χάραξης των αισθήσεων ζωής, σαν αναχώρηση και σαν επιστροφή.
Η Μεσοχώρα είναι οι ρίζες του δέντρου, η φωλιά του πουλιού, η μουσική του ανέμου, οι καταιγίδες του καλοκαιριού- αστράφτει και βροντά μέσα μας-, είναι η αγκαλιά της μάνας, το χάδι του πατέρα, το παραμύθι της γιαγιάς και η φωνή του παππού, είναι οι παιδικοί φίλοι, τα αυτοσχέδια παιχνίδια των ονείρων μας.
Η Μεσοχώρα κατοικεί μέσα μας, άλλοτε στα ύψη και άλλοτε στα βάθη.
Με μια προσεκτικότερη ανάγνωση την ανακαλύπτει ο καθένας μας, τόσες φορές κάθε μέρα.


Ταξιδευτής
19 Ιουλίου 2012

Ασπροπόταμος, Μεσοχώρα

18 Ιουλ 2012

Το μόνο κλειδί είναι η παραγωγή

 Στο Θεσσαλικό κάμπο καλλιεργούνται κάπου 2.500.000 στρέμματα. Η Θεσσαλία είναι κατ' εξοχή αγροτική περιοχή. Τα εργοστάσια λίγα, πολύ λίγα. Αν δεν ειδωθεί το αγροτικό ζήτημα και οι καλλιέργειες σοβαρά, ο Θεσσαλικός κάμπος, σε πενήντα εξήντα χρόνια θα θυμίζει αποξηραμένη γη. Η εκτροπή μέρους των νερών του Αχελώου, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, είναι το μόνο μέλλον που μπορεί να έχει αυτός ο τόπος, ώστε να ανακάμψει.
Αλλιώτικα θα στεγνώσει και πρακτικά και μεταφορικά.
Είπα και παραπάνω, απαντώντας και συμφωνώντας με τη Χριστίνα, με σεβασμό στη φύση, με ότι αυτό σημαίνει. Δεν είμαι ειδικός..
Αλλά μπορώ να φαντασθώ, αυτό τον τόπο της προβληματικής σιτοπαραγωγής, των τεύτλων και του βαμβακιού, της φτώχειας και της αγωνίας, σ' ένα άλλο επίπεδο. Που θα πάνε κι έρχονται αεροπλάνα και νταλίκες στην Ευρώπη και στον κόσμο, με φρέσκα λαχανικά και ειδικές ανταγωνιστικές καλλιέργειες π. χ αρωματικά φυτά. Αυτό για να γίνει όμως χρειάζεται νερό. Θυμάμαι την αγωνία του πατέρα μου με τα σιταροχώραφα, που αν δεν υπήρχε η επιδότηση δεν θα υπήρχαν ούτε αυτά. Γενικώς νομίζω ότι αν θα κόψουν τις επιδοτήσεις η Θεσσαλική γη θα ερημώσει..
Τι θα απομείνει;
Μόνο η μετανάστευση.
Οι τσιμεντουπόλεις μας και η άλογη ''επένδυση'' στην οικοδομή και στο τσιμέντο της πόλης, όχι μόνο δεν παράγει, αλλά χωρίς την καλλιέργεια της  γης, δεν υφίσταται.
Και η γη θέλει καλλιέργεια και η καλλιέργεια θέλει νερό.
Και τέλος πάντων δεν μπορούμε να λέμε δεν κάνουμε δρόμους, να μην σκοτώνουμε το περιβάλλον. Η Εγνατία άλλαξε όλη τη ζωή της Βόρειας χώρας.
Και δεν είναι η κατασκευή κάποιων υδροδεξαμενών, που θα διαχειρίζονται πρακτικά μέρους των νερών του Αχελώου, ούτε πυρηνικό εργοστάσιο, ούτε κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Είναι θέμα ζωτικής επιβίωσης του πιο μεγάλου, αλλά και πιο φτωχού κάμπου της χώρας. Οι δογματικές και αόριστες κατά καιρούς θέσεις των οικολόγων, δεν δίνουν απαντήσεις.
Και τέλος πάντων όλο αυτό το ανορθόδοξο μοντέλο της ελληνικής ανάπτυξης, είναι που έφτιαξε την Αθήνα του μισού πληθυσμού της χώρας και της ερήμωσης της υπαίθρου. Και στο τέλος  οδήγησε στην κατάρρευση της χώρας.
Το μόνο κλειδί είναι η παραγωγή.
Άλλο δεν έχουμε.

Ταξιδευτής
18 Ιουλίου 2012

17 Ιουλ 2012

Από παλιό ημερολόγιο

 Ήταν μια ασυνήθιστη μέρα. Το μεσημέρι επισκεφτήκαμε με τον θείο και τη θεία και τη μεγάλη μου εξαδέλφη το Μουσείο Πολιτισμού και Επιστημών, εδώ στη Νέα Υόρκη. Ο θείος ήταν όλο προτροπές. Το κήρυγμα του μπροστά στα πνευμόνια, ενός που κάπνιζε στη ζωή του και ενός που δεν κάπνιζε ήταν σοκαριστικό, όπως και η ζωντανή αναπαράσταση που έβλεπα. Δεν νομίζω ότι θα καπνίσω ποτέ στη ζωή μου. Το υποσχέθηκα στο θείο και στον εαυτό μου.
Ακόμα είμαι κατακόκκινος, από μια τυχαία κίνηση που έκανα άθελά μου. Στο πάνω όροφο του Μουσείου κι ενώ υπήρχε απόλυτη προσηλωμένη σιωπή, στα λόγια του ξεναγού, για την πρώτη προσσελήνωση του διαστημοπλοίου στο φεγγάρι, συνέβη αυτό που δεν περίμενα.
Κρατούσα ένα μικρό διαφανές πλαστικό κουτάκι με μικρές άσπρες καραμέλες μέντα, όταν ξαφνικά άνοιξε το μικρό καπάκι του και προσγειώθηκαν δυό τρεις στο διαφανές μαρμάρινο πάτωμα, τη στιγμή ακριβώς που ο  Νιλ Άρμστρονγκ άνοιξε την πόρτα της σεληνακάτου να πατήσει το πόδι του στη σελήνη. Η αμερικάνικη διαστημική αποστολή του  Απόλλων 11 επετεύχθη, ήταν 20 Ιουλίου 1969.
Δεν θυμάμαι να έχω κοκκινίσει άλλη φορά τόσο πολύ στη ζωή μου των δεκάξι χρόνων. Ο ξεναγός χαμογέλασε ελαφρώς, λες και έκανε ενός λεπτού σιγή στη στιγμή που περιέγραφε, οι καραμέλες χοροπηδούσαν στο  αστραφτερό πάτωμα σαν παλαβές, είχαν το περίεργο σχήμα που έχουν οι κάψουλες και συγχρονίστηκαν άψογα με το μάρμαρο, ώστε να κοκκινίσω εγώ, την ώρα που τα βλέμματα όλων στράφηκαν πάνω μου.
Όταν γυρίσαμε σπίτι το μεσημέρι η θεία έβαλε ηλεκτρική σκούπα, το επεισόδιο είχε ξεχασθεί, αλλά συνέβηκε άλλο. Είχα αφήσει δίπλα στο κρεβάτι τις κάλτσες μου και η ηλεκτρική σκούπα ρούφηξε μία. Η  ηλεκτρική σκούπα δεν ρούφαγε πια, η κάλτσα είχε σκαλώσει κάπου, ο θείος αναγκάσθηκε  ανοίξει όλους τους σωλήνες και μετά από έρευνα, η κάλτσα μου είχα καταλήξει στη σακούλα απορριμμάτων την οποία ανοίξαμε  μαζί με το θείο. Μέσα στη σακούλα τίγκα από σκόνη, ήταν η κάλτσα και ένα εκατοδόλαρο. Ο Θείος είπε ότι μου ανήκει, γιατί αν δεν είχα αφήσει την κάλτσα δίπλα στο κρεβάτι, ενώ συνήθως τις βάζουμε μέσα στα παπούτσια, τα εκατό δολάρια, που κάποια άλλη φορά ρούφηξε η σκούπα θα πήγαιναν στα σκουπίδια. Άρα καλώς άφησα τις κάλτσες δίπλα στο κρεβάτι. Αμείφθηκα με εκατό δολάρια.
Η μεγάλη ξαδέρφη μου ζήλεψε και μου έβγαζε τη γλώσσα έξω. Ποτέ ο μπαμπάς δεν μου έδωσε εκατό δολάρια, είπε. Και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Όλοι οι νέοι νομίζουν ότι κάποτε θα γίνουν ποιητές. Πάω  κρυφά δίπλα της, την ώρα που γράφει και κρυφοκοιτάζω, όταν με καταλαβαίνει, αρχίζει το κυνηγητό ή το μπουγέλωμα.
Θυμάμαι κάποιους στίχους  που έγραφε το μεσημέρι, άγουροι, ρομαντικοί, ερωτικοί, μελαγχολικοί και ελπιδοφόροι.
Θα τους μαρτυρήσω, έτσι κι αλλιώς και να τους εκδώσει δεν θα έχουν καμία τύχη.
17 Ιουλίου

Αυτά που ελπίσαμε μας ανήκουν
ο ήλιος
η θάλασσα
η φύση
Αυτά που μας ανήκουν
                 θα τα παλέψουμε
Το καλοκαίρι είναι δικό μας
                  τους χαρίζουμε την αλμύρα του ήλιου
Θα περπατήσουμε μόνοι
                 είμαστε λεύτεροι

Πήγα και της έκανα το λ  δ και όταν το είδε με κυνηγούσε μ’ ένα ποτήρι νερό. Έχω βρει όμως τον τρόπο να την καλοπιάνω. Της μεταφράζω τους στίχους από ελληνικά τραγούδια και δακρύζει.

Ταξιδευτής
17 Ιουλίου 2012

16 Ιουλ 2012

Ήταν η πιο κρύα μέρα του χειμώνα

Ξημέρωνε Χριστούγεννα. Το χιόνι έπεφτε πυκνό όλη νύχτα, τα κρύσταλλα κρέμονταν σταλαγμίτες απ’ τα κεραμίδια. Σηκώθηκα πρωί και άναψα το τζάκι. Τυλίχτηκα με μια κουβέρτα και είπα ''ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς''. Μια εφηβική ιστορία της Μαρούλας Κλιάφα που ξαναθυμήθηκα σήμερα, την πιο καυτή μέρα του καλοκαιριού.Σήμερα που πήρα την απόφαση να εξομολογηθώ την δικιά μου ιστορία. Παράλληλες ιστορίες.
Ποτέ δεν γνώρισε από κοντά η μία φίλη την άλλη, παρά μέσα απ΄ την αλληλογραφία. Η έφηβη της Αθήνας τα είχε όλα, άνετο σπίτι με πιάνο και βιβλιοθήκη, με πολλούς φίλους και πολλά πάρτυ, εκδρομές τα σαββατοκύριακα και κολλητά τρυπημένα τζην. Η έφηβη της επαρχίας δεν είχε τίποτα. Ο μπαμπάς της οικοδόμος, πότε είχε δουλειά πότε δεν είχε, το σπίτι φτωχικό και το σχολείο και οι φίλες της αγνά χαμόγελα. Η μία ζήλευε τη ζωή της άλλης. Το έβλεπες τώρα καθαρά όσο προχωρούσε η ιστορία, η αλληλογραφία.

Σήμερα αποφάσισα να πω την αλήθεια. Η αποκάλυψη στα μυθιστορήματα συνήθως γίνεται στο τέλος. Σπάνια ο δολοφόνος φανερώνεται απ’ την αρχή στα αστυνομικά, η μαστοριά του συγγραφέα χρειάζεται να πολλαπλασιασθεί τότε, ώστε να κτίσει τον σκελετό και την πλοκή.
Είμαι στο φεις από τότε που καθηλώθηκα σ’ αυτό το αναπηρικό καροτσάκι. Τρία σχεδόν χρόνια από κεινη την εφιαλτική νύχτα. Γυρίζαμε μεθυσμένοι αργά τη νύχτα με τη γυναίκα μου, άνοιξα πρώτος την πόρτα του ασανσέρ και βρέθηκα στο κενό. Στο δεύτερο υπόγειο, δεν θυμάμαι τίποτα, παρά μόνο απ’ τις αφηγήσεις της γυναίκας μου ξέρω πλέον, γιατί δεν έχω το ένα πόδι και το ένα χέρι. Πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι απ΄ την προηγούμενη ζωή μου. Η γυναίκα μου με εγκατέλειψε ένα χρόνο μετά. Για ένα πολύ νεώτερο μου. Αρτιμελή σωματικά και ψυχικά. Είχαμε είκοσι χρόνια διαφορά. Παιδιά δεν είχαμε. Τώρα κοντά στα εβδομήντα δεν έχω άλλη επαφή με τον κόσμο, παρά με την κυρία Κούλα που με φροντίζει και το φεις, να επικοινωνώ ισοδύναμα με τους φίλους, που πάντα ήταν η μεγαλύτερη αξία στη ζωή μου. Οικονομικό πρόβλημα δεν είχα ποτέ, ούτε και τώρα. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος αρωματικών φυτών για την φαρμακοβιομηχανία, η μάνα μου, κυρία της υψηλής κοινωνίας που δεν δούλεψε ποτέ, σαν δικηγόρος που σπούδασε. Τα έσοδά μου από τα ακίνητα και τώρα ξεπερνάν τα 500.000 ευρώ το χρόνο. Κοντεύουν όσο της Λεγκέν.
Καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι γιατί όλο αυτό το παραμύθι με τους διαδικτυακούς φίλους και απ΄ την αρχή δεν φανερώθηκα. Ίσως γιατί θα με εγκατέλειπαν κι αυτοί, όπως οι πραγματικοί μετά το ατύχημα, όπως και η γυναίκα μου. Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες, γράφει η φίλη μου συγγραφέας, σε κάποιο άλλο βιβλίο της για τους τσιγγάνους. Πόσοι από μας έχουν φίλους τσιγγάνους;
Όπως είμαι καθηλωμένος είχα το χρόνο να σκεφθώ. Αυτόν που δεν είχα πριν σε μια ζωή γεμάτη δράση και άνεση.
Γύρισα όλον τον κόσμο, αλλά πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι πια. Μια μορφή αμνησίας ήρθε πακέτο με το ατύχημα. Τα ταξίδια πάντα τα λάτρευα και είχα την οικονομική δυνατότητα να τα κάνω. Ο μπαμπάς φρόντιζε πάντα το βιβλιάριο να είναι φουσκωμένο. Δεν θυμάμαι όμως πολλά, ούτε τα ταξίδια μου, ούτε τις ταινίες που είδα, ούτε τα βιβλία που διάβασα, ούτε τις πολλές γυναίκες που γνώρισα. Μια άνεση με τις γυναίκες την είχα πάντα, δεν έμαθα ποτέ αν ήταν λόγω πορτοφολιού και ακριβών αυτοκινήτων ή έστω και μία με είδε γυμνό στην έρημο και μ’ ερωτεύτηκε. Τη λέξη Αγάπη μου, την άκουσα όσες φορές και τη λέξη καλημέρα. Σαν πεθαμένη καλημέρα τη θυμάμαι, σε άλλες εποχές.
Το ότι σήμερα με τους 42 βαθμούς υπό σκιάν, θέλησα να ομολογήσω την αλήθεια στους λιγοστούς δικτυακούς φίλους εδώ, είναι αυτή η σκέψη που απ’ το πρωί με βασανίζει. Γυμνοί στην έρημο της ζωής μας, να κοιταχτούμε στα μάτια. Χωρίς το εξωτερικό περίβλημα, χωρίς ετεροκαθορισμούς.
Είναι ακόμα η ομορφιά της ζωής μέσα από τα μάτια ενός τυφλού, που διάβασα πριν λίγο στον τοίχο μιας φίλης.
Αυτή η εξομολόγηση της αλήθειας θα έχει συνέπειες, το ξέρω, αλλά δεν με νοιάζει πια.
Δεν το κρύβω ότι θα ήθελα να είμαι η έφηβη της επαρχίας, παρά η έφηβη της Αθήνας που τα είχε όλα, αλλά ήταν κι εκείνη σαν εμένα, πάνω σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι.
Είναι που τελικά η τέχνη είναι η προέκταση της πραγματικότητας, είναι που γράφουμε για ότι δεν μπορούμε να βιώσουμε στην πράξη.
Η κυρία Κούλα είναι ο μόνος ζωντανός άνθρωπος που επικοινωνώ, -εδώ και δύο χρόνια.
Χωρίς την κυρία Κούλα δεν θα ζούσα τώρα και χωρίς την κληρονομιά του μπαμπά, βεβαίως.

Ταξιδευτής
16 Ιολίου 2012

12 Ιουλ 2012

Ειδήσεις σε 1 λεπτό

~Στη σύσκεψη των τριών και του Γιάννη Στουρνάρη που καλείται να κάνει τη δουλειά, επικράτησε μια ωραία ατμόσφαιρα. Το θέμα της επιμήκυνσης ειδώθηκε απ’ όλες τις μεριές. Να δούμε τελικά πόσο επιμηκύνεται. Ο Βενιζέλος είπε ότι τέθηκε, αν και δεν τέθηκε γιατί ο Γιάννης είπε ότι χρειάζονται προκαταρκτικά, ώστε να ανοίξει ο δρόμος. Ο Φώτης επέμεινε στην απαγκίστρωση, αργοβραδυπορούσα, αλλά να ξεκολλήσουμε επιτέλους τόνισε με νόημα και ο Βαγγέλης μίλησε  για δόσεις "εμπροσθοβαρώς" ώστε να πέσει… χρήμα στην αγορά. Ο πρωθυπουργός δεν είπε τίποτα. Του φτάνει που είναι Πρωθυπουργός.

~
Στις 19 Ιουλίου βγαίνει τελικά σε δημοπρασία, η μισοφαγωμένη φρυγανιά από την Νταϊάνα μετά την παρθενική νύχτα με τον Κάρολο. Επιστήμονες διεξάγουν έρευνες ώστε να καταλήξουν με σιγουριά , ότι η φρυγανιά φαγώθηκε από την Νταιάνα και όχι από τον Κάρολο. Η είδηση έσωσε τις αγγλικές εφημερίδες καταμεσής του καλοκαιριού. Οι πωλήσεις τους σημείωσαν σημαντική άνοδο.

~Ιδρύονται 25 χώροι κράτησης παράνομων μεταναστών. Επιτέλους και η χώρα μας θα μπει στη μαύρη χάρτα καταπάτησης των ανθρωπίνων διακαιωμάτων.

~Η αγωνία των πολιτών κορυφώνεται  στους 42 βαθμούς κελσίου αναμένοντας την καινούρια παραίτηση στο καζάνι του καύσωνα χωρίς περιεχόμενο. Η υφυπουργός  υγείας κα  Σκοπούλη μη έχοντας τι να κάνει στο υπουργείο, πήγε στα κανάλια να πει για το άδειο καζάνι. Στα κανάλια έχει τουλάχιστον αιρκοντίσιον Στο υπουργείο είχε χαλάσει.

~Καταφθάνουν δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο να καλύψουν από πρώτο χέρι, το απίθανο γεγονός στο κέντρο της Αθήνας. Το πρωί γύρω στις 10 κι ενώ τα αυτοκίνητα ήταν σταματημένα σε κόκκινο φανάρι της οδού Σταδίου, ξαφνικά καταμεσής στην άσφαλτο και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των οδηγών και πεζών ανοίγει η λιωμένη άσφαλτος και ξεπετάγεται ένα θεόρατο δέντρο. Ανέδυε με ρυθμούς κινούμενου σκίτσου και κινούνταν σαν νεροφίδα προς τον Αττικό ουρανό. Ο κορμός του σε κλάσματα λεπτού έγινε τεράστιος, η Σταδίου έκλεισε και το ύψος του  παράξενου δέντρου ξεπέρασε τα πιο ψηλά κτίρια ρίχνοντας δροσιστική σκιά σε απόσταση χιλιομέτρου. Το γεγονός είναι πρωτοφανές και τα σενάρια πολλά. Πολλοί μιλούν για το  τέλος της ιστορίας, με το τέλος του 2012.
Το κέντρο της Αθήνας είναι κλειστό και τα παγκόσμια ΜΜΕ κάνουν αναφορές για θαύμα στην καρδιά της Ελλάδας.

~Και δυό λόγια για το χρηματιστήριο:
Άνω κάτω κινείται ο δείκτης του  χρηματιστηρίου μας αυτή την ώρα. Χιλιάδες χρηματιστές στην εντατική λόγω καύσωνα, που κοντεύει να λιώσει τα κέρδη των τελευταίων ημερών.

~Σας ευχόμαστε ένα δροσερό κοκτέιλ.

~Ακολουθεί μουσικό ποτάμι, με ροή προς τη θάλασσα!


Ταξιδευτής
12 Ιουλίου 2012



 

11 Ιουλ 2012

Καλοκαίρι 1976

Ήταν μόλις ένα μήνα μεγαλύτερη. H μπαλαρίνα, η ξαδέρφη μου. Έκανε μπαλέτο ολημερίς και διάβαζε ολονυχτίς. Το αγαπημένο της σπορ ήταν να τρομάζει εμένα. Τον εξάδελφό της. Ιστορίες με δράκους και φαντάσματα, ιστορίες που μεγέθυναν τον φόβο της ενηλικίωσης. Άλλες φορές ερχόταν κρυφά από πίσω και μου έκλεινε τα μάτια. Πόση φρεσκάδα και ιδρώτα μπαλαρίνας μύριζαν τα χέρια της. Ήταν αδύνατο να μην την αναγνωρίσω. Σ’ αυτή εξ’ άλλου όφειλα το υπερατλαντικό καλοκαίρι μου.
Είχε το όνομα της γιαγιάς, εγώ του παππού. Είχε το πάνω χέρι και τον σπινθήρα της πανέξυπνης, ευλύγιστης στο νου και στο σώμα, λίγο πιο ψηλή από μένα, στα δεκάξι μας. Έπαιρνε τη θάλασσα και την άδειαζε πάνω μου, έπαιρνε την παιδική μου αθωότητα και την πονήρευε. Είδες πως σε κοιτάει, η Μπέττυ; Μου είπε ότι είναι ερωτευμένη μαζί σου- ψέματα- θα της ξεκουμπώσω με τρόπο το κουμπάκι απ’ το πουκαμισάκι της, έλα να δεις το βυζάκι της. Της το ξεπλήρωνα με μπουγελώματα, δεν είχα την ευστροφία και την άνεση στα λόγια  Ήταν και η γλώσσα, καταλάβαινε τα ελληνικά μου, αλλά μου μιλούσε Αγγλικά.
Εκείνη τη μέρα το παράκανε με τις ιστορίες τρόμου, είχε μια καταπληκτική άνεση να κάνει τα φαντάσματα να κάθονται στην διπλανή καρέκλα, τους κλέφτες να έρχονται με μάσκες και πιστόλια στον ύπνο σου, τα σαγόνια του καρχαρία να σε καταβροχθίζουν στη κοιλιά του κήτους, ο King Kong να σε περιφέρει μες την παλάμη του πάνω απ’ τις συνοικίες της Νέας Υόρκης, ο Τζακ ο μαχαιροβγάλτης να ξεκληρίζει ολόκληρη τη γειτονιά, παράξενα έντομα να σου επιτίθενται στον κήπο, για ρουφήχτες στην χαμένη Ατλαντίδα, για κυνηγητά συμμοριών της μαφίας, για τα διπλανά σπίτια που δεν άφησαν ούτε ένα να μην το ληστέψουν, για δεμένα χέρια, στόματα, πόδια μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση, για κομμένα κεφάλια σε γωνιές της Βοστώνης, για εξωγήινους που προσγειώθηκαν μια νύχτα στην αυλή, για τα βιβλία του Στήβεν Κινκ, για την εναλλακτική λύση τρία και για επαφές τρίτου τύπου.
Η ξαδέλφη μου, είχε τον τρόπο, ήθελε να γίνει συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Τελικά είναι η στρίγκλα που έγινε αρνάκι. Μια συνηθισμένη πλούσια αμερικανίδα. Έκοψα εδώ και χρόνια επαφή μαζί της. Ζει μες τη χλιδή, με τον εκατομμυριούχο σύζυγό της.
Αλλά την αγαπάω ακόμα, όπως και εκείνη εμένα. Αλλάζουμε μια κάρτα τα Χριστούγεννα και μία το Πάσχα.

Ήταν το πιο εφιαλτικό βράδυ στην ζωή μου.
Ο Θείος με τη θεία θα πήγαιναν σ’ ένα πάρτυ πάνω σε πλοίο. Η εξαδέλφη θα πήγαινε κι αυτή με τον Nick, τον φίλο της, σε κάποιο club.
Έμεινα σπίτι με τις δυό μικρότερες ξαδέλφες που έτρωγαν chips και έβλεπαν τηλεόραση. Και με τον Mex, το μικρό άσπρο κανίς να κουνάει την ουρά και να κάνει βόλτες πάνω στην τυρκουάζ μοκέτα του καθιστικού.
Εγώ είχα πάρει αγκαλιά το παράθυρο και περίμενα τους ληστές. Είχα μια προαίσθηση ότι όλα θα συμβούν απόψε. Φρόντισε η αγαπημένη εξαδέλφη γι’ αυτό. Όταν φάνηκαν οι ''ληστές'', μακριά ακούγονταν σειρήνες και περιπολικά. Τα σπίτια στην περιοχή απέχουν τουλάχιστον μισό μίλι, το ένα από το άλλο. Τότε κατάπιε την μοναδική μύγα που υπήρχε στο χώρο ο Mex, τη ίδια στιγμή άρχισαν και οι τσιρίδες της Joannas ότι θα πεθάνει τώρα ο Mex. Του άνοιγε το στόμα να την ψάξει. Η μύγα μάλλον είχε πάει στην κοιλιά του.
Μια μεγάλη μαύρη Plymoyth έκανε βόλτες μπροστά στη βίλλα, απέναντι η θάλασσα φαινόταν σκοτεινή. Την παρακολουθούσα από ώρα πριν σταματήσει. Οι ληστές ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν. Άμπωτης και παλίρροια η θάλασσα, τρικυμία στην καρδιά μου.
Η εξαδέλφη με είχε συμβουλέψει. Αν διαπιστώσεις κάτι ύποπτο το βράδυ, που θα είσαι μόνος σου με τις μικρές, θα ανέβεις στο δωμάτιο των γονιών μου και θα κλειδωθείτε στο μπάνιο, εκεί είστε σίγουρα ασφαλείς, η πόρτα είναι αλεξίσφαιρη και απαραβίαστη.
Αυτό έκανα. Πήρα αμέσως τηλέφωνο στον θείο. Με καθησύχασε. Είναι όμορφη η βραδιά και το τοπίο και έρχονται πολλοί τη νύχτα να τα απολαύσουν Αν συμβεί κάτι πάρε με τηλέφωνο, να πάρω την αστυνομία.
Η Joanna έκλαιγε, έχοντας στην αγκαλιά τον Mex, η Christine διάβαζε ατάραχη το παραμύθι της και ήθελε να κατέβει να δει τη συνέχεια στην τηλεόραση, εγώ είχα αλλάξει εκατό χρώματα και άκουγα παντού θορύβους. Οι ληστές ήταν μες το σπίτι τώρα. Πρόεδρος της Αμερικής ο φιστικάς Τζίμυ Κάρτερ.
Όταν κοντά στο πρωί γύρισαν ο θείος και η θεία, χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του μπάνιου. Να ανοίξουμε. Είχαμε αποκοιμηθεί στο πάτωμα και οι τέσσερις.
Την άλλη μέρα η εξαδέλφη, μου μίλαγε για νότες στο πιάνο. Μου έμαθε τα βασικά . Ντο ρε μι φα σο λα σι. Το χολιγουντιανό σπίτι ήταν εκεί.
Ήταν ο φόβος της ενηλικίωσης και τα σαγόνια του καρχαρία, η δεύτερη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Εκείνο το καλοκαίρι οι Αμερικανοί έκαναν ουρές στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τρεις μέρες νωρίτερα ήταν που το είχα δει, μαζί με την εξαδέλφη. Καλοκαίρι 1976.
Πολύ αργότερα ασχολήθηκα με τους καρχαρίες της ξηράς.

Στα δροσερά εκείνα χρόνια

Από χρόνια οι τσοπάνοι χάραζαν σταυρούς πάνω στον τεράστιο κορμό του έλατου. Ποτέ δεν θα πέσει κεραυνός εδώ, έλεγαν. Και πράγματι ποτέ δεν λύγισε, ποτέ δεν κόπηκε στα δυό, όταν μέσα στο ελατόδασος του Ίταμου πελεκημένοι κορμοί και κλωνάρια τσακισμένα ύφαιναν την φαντασία του φόβου, σε κείνες τις ξαφνικές καταιγίδες του μεσημεριού. Νόμιζες ότι τώρα συντελείται ο κατακλυσμός, άνοιγε ο ουρανός, άστραφτε και σειόταν η γη από τα μπουμπουνητά, έτρεμαν τα πόδια σου και η καρδιά σου, ώσπου να περάσει η μπόρα. Μετά λες και το καλοκαίρι συνέχιζε την πορεία του, οι βρεγμένες φτέρες γυάλιζαν τις βρόχινες σταγόνες και οι πέρδικες άρχιζαν πάλι να ανακατεύονται μες το κοπάδι με τα πρόβατα που σκάριζε στη πλαγιά να βοσκήσει το τρυφερό γρασίδι του βουνού. Τα κριάρια ανέβαιναν στις ράχες απ΄ τις προβατίνες και με γρήγορες κινήσεις έβγαζαν τη γλώσσα έξω λες κι απολάμβαναν το απόβροχο, κοιτώντας τα λιγοστά σύννεφα στον γαλανό ουρανό. Τα πρόβατα μαρκαλίζονται το καλοκαίρι, ο τσοπάνος τα παρακολουθεί. Ήμουν μικρός και τους άκουγα να λένε αυτή μαρκαλίστηκε, εκείνη όχι, ήξεραν απ’ έξω το ιστορικό της κάθε μίας. Κάποιες είχαν και ονόματα, ανάλογα με το χρώμα, λάια, μαύρη, ανάλογα με την εξυπνάδα, τη δύναμη, το περπάτημα. Το βούρλο. Βούρλο έλεγαν και τους χαζούς του χωριού.
Ο έλατος αυτός δεν ήταν τυχαίος, ήταν μοναδικός στην Μαλόραχη. Αιωνόβιος, θεόρατος, βαθιά ριζωμένος, χορτασμένος από τις ιστορίες ζώων και ανθρώπων, γεμάτο δάκρυα ρετσίνης, ένας με τον τόπο που γεννήθηκε. Η ατέλειωτη προνομιακή πλαγιά με τα απέραντα λιβάδια, κάτω απ’ τις φτέρες αντανακλούσε όλο το καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων. Τα κουδούνια και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Η στρούγκα και το άρμεγμα. Το πήξιμο του τυριού και οι τσαντήλες να κρέμονται στη σειρά. Το κακάβι με το γάλα, πάνω στην πυροστιά. Το καρπούζι να παγώνει μες την πηγή με το κρυστάλλινο νερό, δίπλα στον έλατο. Οι αλαταριές, η βρύση με την μεγάλη κοπάνα για το πότισμα. Ο γαλατάς έφευγε στα μέσα Ιούλη, μετά το άρμεγμα γινόταν μια φορά τη μέρα, κοντά στις δέκα  το πρωί. Λιγόστευε το γάλα.
Αν ανέβαινες νωρίς το πρωί στην κορυφή, στην διαύγεια της ατμόσφαιρας έβλεπες μακριά τα περιβόλια με τα πορτοκάλια της Άρτας και το χρώμα της θάλασσας. Αχνό γαλάζιο. Έσμιγε με τον Ουρανό.
Κάθε πρωί κινούσαμε καβάλα στα γαϊδουράκια, μαζί με τον ξάδερφο, δίναμε ραντεβού στον Σταυρό, μετά στα Βαρκά, στον Πλάτανο, πριν την Μαλόραχη χωρίζαμε. Οι στάνες ήταν αλλού.
Εκείνη τη μέρα τα σκυλιά γαύγιζαν αγριεμένα, τρέχοντας κατά πάνω μας.. Παρατήσαμε τα γαϊδούρια και ανεβήκαμε πάνω στην κερασιά. Ήταν κοπάδι από σκυλιά, λες και βάλθηκαν να καθαρίσουν τα βουνά απ΄ τα φαντάσματα. Κάθε τόπος εκεί πάνω μύριζε μπαρούτι. Απ’ τους Γερμανούς, απ’ τον εμφύλιο, απ’τους ληστές.
Τα κεράσια κατακόκκινα, κόβαμε βάντες και κοκκινίζαμε κι εμείς. Τα σκυλιά μας γαύγιζαν, τα γαϊδουράκια δεμένα μεταξύ τους έκαναν σβούρες.
Ήταν πολύ αργά όταν έφτασα στον έλατο. Ο Αλέκος έβαλε τις φωνές. Κιοτή, φοβάσαι τα σκυλιά και άλλα τέτοια. Τι στέλνει εσένα ο πατέρας σου, αφού είσαι χέστης. Ο ήλιος ήταν μεσούρανα, όταν άρχισε ο Αλέκος να αρμέγει. Κι εγώ να χτυπάω στρούγκα. Τα πρόβατα δεν άντεχαν, άρχισαν να πηδάνε τη φράχτη. Ο Αλέκος σηκώθηκε να τα εμποδίσει, τα άλλα που απέμειναν πήραν σβάρνα το καρδάρι με το γάλα και οι φωνές και τα νεύρα του τσοπάνη αντιλάλησαν στο βουνό. Φόρτωσα δυό τσουβάλια κοπριά για τον κήπο με τις φασολιές και τα καλαμπόκια. Ανέβηκα καβάλα στον φίλο μου γάιδαρο κι έφυγα για το χωριό. Μέσα στο δάσος με τα έλατα συνάντησα δυό μαυροφορημένες γυναίκες, νόμισα ότι ήταν φαντάσματα, αλλά δεν ήταν. Χαροκαμένες ήταν.
Είναι κάτι μέρες αλλιώτικες απ΄ τις άλλες. Τα νεύρα όλων γίνονται τσατάλια.
Από ασήμαντες καθημερινές αφορμές. Όπως η ζέστη.
Και τότε σε γαληνεύει ένα ταξίδι στη πρώτη νιότη, στα δροσερά εκείνα χρόνια. Εκεί που έκρυψα κάτω από μια πέτρα μια ευχή, τότε που ήθελα να μεγαλώσω.
Τώρα που θέλω να μικρύνω, θα πάω αυτό το καλοκαίρι να τη συναντήσω πάλι. Τρυφερά όσο και ο πρώτος βλαστός.

Ταξιδευτής
10 Ιουλίου 2012


7 Ιουλ 2012

Έτσι αναγκασθήκαμε να γίνουμε λαθρεπιβάτες.

Ένας μεγάλος πλάτανος και μπροστά η θάλασσα. Πάνω στο τραπεζάκι σαρδέλες ψητές και ούζο.
Η Ζιζέλ νιαουρίζει μαζί με τη γάτα, που χαϊδεύει τα πόδια της. Όλο και λιγουρεύεται μια ολόκληρη σαρδέλα έτσι που με κοιτάει στα μάτια τώρα, με κείνο το ναζιάρικο ύφος, αλλά εγώ αμετανόητος της δίνω μόνο τα αγκάθια. Χτες η κοιλιά της ήταν όσο κι ο λογαριασμός. Την τάισα του σκασμού. Ποτέ μη καλομαθαίνεις μια γάτα. Όσο κι αν την αγαπάς.
Ήρθαμε στο νησί με τη Ζιζέλ εδώ και τρείς μέρες, λαθρεπιβάτες. Μια σκηνή, τα μαγιό μας και την οδοντόβουρτσα. Και ελάχιστα χρήματα. Για ούζο και σαρδέλες ψητές. Και η Ζιζέλ κι εγώ τρελαινόμαστε για σαρδέλες ψητές. Και η γάτα που μπήκε στα πόδια μας. Την νύχτα μας έπαιρνε μάτι την ώρα που κάναμε έρωτα στη σκηνή. Πρώτη φορά είδα γάτα να παίρνει μάτι ανθρώπους. Έχω δει πολλούς ανθρώπους να παίρνουν μάτι γάτες.
Συζητούσαμε για τα βιβλία που διαβάσαμε το χειμώνα. Λίγα, πολύ λίγα. Όλα ήταν λίγα φέτος. Ακόμα και οι διακοπές μας. Είναι αδικία να δουλεύεις έντεκα μήνες και ένα μήνα διακοπές. Το αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει. Δεν είναι βέβαια η μοναδική αδικία που συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο. Σκέψου και τον Αντώνη που διάβαζε απανωτά και φέτος με το μάτι του, δεν άγγιξε λέξη. Η Ζιζέλ διάβαζε ''ένα βιβλίο για πέταμα'' του Paul Desalmand απ’ τις εκδόσεις Πόλις. Μου διάβαζε τώρα το οπισθόφυλλο και σχεδόν φαινόταν η ρώγα της απ’ το μικροσκοπικό μαγιό της. Η Ζιζέλ είναι μια όμορφη γυναίκα, κοντά μαύρα μαλλιά, μεγάλα μάτια, μεγάλο χαμόγελο, μεγάλη ψυχή, μεγάλη αγκαλιά ,διάβαζε και εγώ πρόσεχα τα φιλήδονα χείλη της. Άκου, το τελειώνω, να το διαβάσεις μετά. Θα το ρουφήξεις. Εγώ βέβαια άλλα ήθελα να ρουφήξω εκείνη τη στιγμή, αλλά την άφησα να διαβάζει κι έκανα πως την άκουγα:

‘Ένα βιβλίο σκύβει πάνω από το παρελθόν του• είκοσι χρόνια πολυτάραχου βίου, από το τυπογραφείο μέχρι το ταξίδι του στην Αφρική. Αγαπά, το αγαπούν, γνωρίζει αναγνώστες και αναγνώστριες, συζητά με άλλα βιβλία σε βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες, αντικρίζει κατάματα τον θάνατο, θέτει ερωτήματα για τη χαοτική πορεία του κόσμου. Κι όλα αυτά, με παιγνιώδες ύφος που αγγίζει συχνά τα όρια του τραγικού.
Σε πρώτο επίπεδο, το βιβλίο μοιάζει με περιπετειώδες μυθιστόρημα γεμάτο εκπλήξεις και ανατροπές. Αλλά ταυτοχρόνως αποτελεί:
- Σάτιρα του εκδοτικού χώρου - Στοχασμό για τη γραφή και την ανάγνωση - Κριτική ανάλυση των σχέσεων Δύσης-Τρίτου Κόσμου - Μεταφορά για τον θάνατο - Παιχνίδι πάνω στη μυθοπλασία - Παιχνίδι πάνω στη διακειμενικότητα (όλες οι παραπομπές και οι αναφορές, ομολογημένες ή όχι, βρίσκονται στην ιστοσελίδα http://www.quidamediteur.com/)’’

Σαχλαμαρίζουμε γενικώς, ότι κάνουμε στις διακοπές, ήταν μία το μεσημέρι και είχαμε πιει τρία μπουκαλάκια ούζο Μετέωρα. Κάθε λίγο κάναμε μια βουτιά στη θάλασσα, ο ήλιος έκαιγε, η άμμος έκαιγε, όλα έκαιγαν. Μόνο ο πλάτανος δρόσιζε και το αλμυρό θαλασσινό νερό.

Μπήκαμε στη θάλασσα και κολυμπάμε κατά μήκος της παραλίας. Πίσω απ’ το βουνό θα είμαστε κρυμμένοι, τα βράχια μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα, μια σπηλιά μες τα βράχια εξάπτει τη φαντασία μου. Η Ζιζέλ είναι πειρασμός όλες τις ώρες. Αυτή η τρέλα του μεσημεριού, ανακατεμένη με ούζο, με τα βυζιά της Ζιζέλ και την ατέλειωτη θάλασσα μέσα μας και έξω μας, προδίκαζε τα ηφαιστιογενή βράχια.
Η Ζιζέλ ακούμπησε τους αγκώνες της πάνω σ’ ένα βράχο που λες και τα κύματα τον έπλασαν επίτηδες. Απλώθηκε προς τα πίσω.. Μπήκα σχεδόν βίαια.. Στο τέλος ακούσθηκε μια παρατεταμένη ηδονική κραυγή, ταυτόχρονη, λες και άδειασε η θάλασσα. Κοίταξα πίσω τη θάλασσα, ήταν εκεί, κυμάτιζε ήρεμα τα πράσινα διαυγή νερά της. Πλημμυρισμένοι στον ιδρώτα, χωθήκαμε στην αγκαλιά της.
Και κολυμπήσαμε, ως το απέναντι μικρό ακατοίκητο νησάκι.
Είναι όμορφο να βλέπεις τη στεριά απ΄ τη θάλασσα. Είναι σαν να βλέπεις τη γη απ’ το φεγγάρι.
Πριν φύγουμε με τη Ζιζέλ, ο γιατρός μου είπε με αυστηρό τόνο στη φωνή του:
Πρέπει επιτέλους στην ηλικία που είσαι, να μάθεις να βλέπεις τη γη απ’ το φεγγάρι. Σωματοποιημένο άγχος. Εκδηλωμένο στους αγκώνες απ’ τα χέρια σου, η θάλασσα θα σου κάνει καλό.
Έψαξα να βρω εισιτήριο για το φεγγάρι. Δεν βρήκα. Έτσι αναγκασθήκαμε να γίνουμε λαθρεπιβάτες.
Φθάναμε πάλι στην ακτή. Το τραπεζάκι με τις μπλε καρέκλες ήταν εκεί. Πάνω του ένα βιβλίο για πέταμα.
Κι η μουσική απ’ τα ηχεία, πάνω στον πλάτανο.

Ταξιδευτής
7 Ιουλίου 2012

6 Ιουλ 2012

Χειμώνα καλοκαίρι

Μπροστά στο Lidl. Αυτή τη γερμανική αλυσίδα, που χιλιάδες Έλληνες ακουμπάν καθημερινά τον ιδρώτα τους.
Να την κάνουμε αυτοκρατορία, να θεριέψει, ώσπου να μας κατασπαράξει, όπως τα λιοντάρια ξεσκίζουν το θήραμά τους στην ζούγκλα. Όπως ο κροκόδειλος- χαμαιλέοντας περιμένει το διψασμένο βουβάλι, το αρπάζει και η μάχη γίνεται άνιση μπροστά στα κοφτερά του δόντια.
Πώς να αντισταθεί. ο Έλληνας μπροστά στις δήθεν φθηνές τιμές στη χώρα μας- και ας είναι διπλάσιες απ’ ότι στη Γερμανία.
Στη ζούγκλα βασιλεύουν τα λιοντάρια, στη χώρα μας τα βουβάλια. Στη ζούγκλα τα λιοντάρια δεν τρώγονται μεταξύ τους. Ούτε κανένα ζώο στον πλανήτη τρώει τα παιδιά του. Στη χώρα μας ότι τρώγεται το τρώμε. Ακόμα και τον γείτονα, τους φίλους μας, τη γυναίκα μας, τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τα χωράφια μας, τα μικρά εργοστάσια, τη ζάχαρη…. Αρκεί να έχουμε δόντια να μασήσουμε.
Όλα είναι φθηνά στο Lidl, ακόμα και το μέλλον των παιδιών μας.
Μπροστά στο Lidl. Ένας δικός μας γέρος, θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μας, χειμώνα καλοκαίρι, με τα ίδια ρούχα, καφέ παντελόνι, τρύπια παπούτσια, μπεζ σακάκι, άπλυτα γένια και μαλλιά σπαράζει: Μια βοήθεια στον παππού.
Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε να είχε ένα μικρό παντοπωλείο στη γειτονιά, απ’ αυτά που έκλεισαν απ΄ τον εκσυγχρονισμό της χώρας μας απ’ τον Σημίτη. Υποβοηθούντος του Στουρνάρα.
Μια βοήθεια στον παππού, τα καρότσια πάνε κι έρχονται, το αλεξίσφαιρο αυτοκίνητο μεταφέρει τους σάκους με τα ευρώ, μπροστά στα μάτια του στις Γερμανικές τράπεζες. Μια βοήθεια στον παππού, το κοινωνικό σύστημα στη χώρα μας δεν τον χώρεσε αυτόν ποτέ, παραήταν σοσιαλιστικό. Ίσως ο παππούς να ήταν του φιλελεύθερου και να ελπίζει τώρα στον Σαμαρά του.
Το λέω αυτό γιατί ακούω πιο δυνατά τη φωνή του. Λες και κάτι έχει αλλάξει στη φωνή του. Τα ρούχα του δεν άλλαξαν.
Ίδια χειμώνα καλοκαίρι.

Ταξιδευτής
6 Ιουλίου 2012

4 Ιουλ 2012

Ειδήσεις σε 1 λεπτό

 ~Η εσωτερική τρόικα υποδέχεται την εξωτερική. Συνάντηση αύριο καταμεσήμερο με τον Πρωθυπουργό, που έβγαλε τη γάζα να κοιταχτούν στα μάτια.

Αναβαίνει το θερμόμετρο λόγω καλοκαιριού. Λόγω μνημονίου πέφτουν όλα.

~Χειροπέδες στο  Ελληνικό Δημόσιο για χρέη 6,8 δις στους πολίτες.

~Γέρος στα Πατήσια ήθελε να πηδήξει και πήδηξε απ’ το μπαλκόνι.

~Ψαριανός, Άδωνις, Βορίδης και Λοβέρδος εθεάθησαν  στο παραλιακό ταβερνάκι ‘’Η σουπιά’’. Έτρωγαν καβουρόσουπα και έπιναν ξινά σταφύλια.

 ~Ο Φώτης Κουβέλης δήλωσε ότι δεν θα πάει για ψάρεμα με αγκίστρι φέτος. Προέχει η απαγκίστρωση της χώρας, δήλωσε. Σταδιακά μέχρι το 2030.

~Η δημοφιλής στις νοικοκυρές συγγραφέας Λένα Μαντά,  δεν άντεξε άλλο και έβγαλε βαθύ ερωτικό αναστεναγμό μπροστά στις κάμερες. Όσο αντέχει η  ψυχή μας, θα διαβάζουμε άρλεκιν, είπε. Δίνουμε τη μάχη απέναντι στη κρίση, απαλύνουμε  την τρόικα, συμπλήρωσε.

 ~Στο ζωοφιλικό ιατρείο βρίσκεται το γατάκι που απελευθερώθηκε μετά από πεντάωρη χειρουργική επέμβαση στη μηχανή αυτοκινήτου, στο Περιστέρι. Η περιπέτεια του συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο οδηγός το αντιλήφθηκε έγκαιρα απ’το πνιγμένο νιαούρισμα. Ίσα που έπαιρνε αναπνοή. Ο λαιμός του είχε σφηνωθεί στο δακτυλίδι που ανοίγει τα λάδια, το ένα του πόδι ανάμεσα στον ιμάντα κίνησης και στο εφαπτόμενο ρουλεμάν, το άλλο στην στρόφιγγα του καρμπυρατέρ, τα άλλα δύο έκαναν άσκοπες προσπάθειες. Χρειάσθηκε να λυθεί ολόκληρη η μηχανή του αυτοκινήτου επί τόπου, για να σωθεί το άσπρο γατάκι με τα πράσινα μάτια. Στο τέλος το έβγαλαν κατάμαυρο απ’ τα λάδια. αλλά σώο και αβλαβές. Το ενδιαφέρον για γατοθέτηση είναι τεράστιο.

Και δυό λόγια για τον καιρό.
Σε υψόμετρα πάνω από 1200 μέτρα, υπό τη σκιά του έλατου ο Ιούλης είναι απόλαυση. Στην ζούγκλα της πόλης, αναζητήστε τις πλατείες με τα σιντριβάνια.

Ταξιδευτής
4 Ιουλίου 2012

3 Ιουλ 2012

Νυχτερινή πορεία

Καθαρό δροσερό αεράκι κατέβαινε απ’ το βουνό. Πάνω τ’ αστέρια άχνιζαν με φως τον ουρανό. Το φεγγάρι γεμάτο, άνοιγε δρόμο.
Ως το πρωί έπρεπε να φθάσουμε στην κορυφή. 2.150 μέτρα. Εκεί ήταν το καταφύγιο.
Είχαμε στον ώμο ένα σακίδιο, ένα παγούρι με νερό στη μέση και μια ελπίδα. Ότι θα τη συναντήσουμε.
.........

Τι θα συναντήσουμε;
Ποιοι ήμασταν;
Πόσοι ήμασταν;

Δεν ξέρω.

Μόνο περπατούσαμε. Είχαμε περάσει τον ματωμένο από μάχες κάμπο. Ένα δέντρο σκιά μέσα στη νύχτα, φορτωμένο με τις ανάσες των πουλιών.
Από μακριά αλυχτούσε ένα σκυλί. Ένα κουδούνι έκανε σινιάλο.
Όλα μας οδηγούσαν στην κορυφή.
Μες τη νύχτα.

Ταξιδευτής
3 Ιουλίου 2012

2 Ιουλ 2012

Επιτέλους τι θέλει η κυρία Θλιπς;

Νοιώθω ένοχα, αλλά όχι μετανοιωμένος. Χτες το ηλιοβασίλεμα τα χρώματα ήταν μεθυστικά, μόνο τα χελιδόνια κένταγαν. Ομορφιάς σιωπή του ουρανού. Μια παράδοξη ευφορία ψυχής στάλαζε στις κορυφογραμμές των βουνών. Τα πόδια μου πλατσούριζαν στην πισίνα της βεράντας, είχα βουλώσει τα δυό λούκια. Διάβαζα την ειλικρίνεια του Ραπτόπουλου και σιγοτραγουδούσα την υψηλή τέχνη της αποτυχίας. Τσακίζει κόκαλα αυτό το βιβλίο. Και ξαναγεννάει τη σκέψη.
Τότε ήταν που δεν άντεξα. Την άκουσα πάλι να μοιρολογάει, όπως στις κηδείες. Έβλεπε ειδήσεις. Πετάχτηκα πάνω, πήρα ένα σεντόνι που είχε στα πόδια της, το έκανα λωρίδες, τις έδεσα τα χέρια πίσω, μετά τα μάτια, μετά τα πόδια, την πήρα αγκαλιά 52 κιλά είναι όλα κι όλα και την κατέβασα στο υπόγειο. Στο υπόγειο είναι η κάβα με τα κρασιά, τα βιβλία που με σημάδεψαν, ένας πίνακας του Νταλί, κλεμμένος από το Μουσείο της Νέας Υόρκης, και μια ψάθινη καρέκλα παλιού καφενείου.
Την έβαλα πάνω στην καρέκλα, και την έδεσα μαζί της. Η κυρία Θλιπς είχε χλομιάσει, κοντά στα εβδομήντα, τη φοβήθηκα.
Την έχω στο σπίτι εδώ και τρία χρόνια, όταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ την είδα να ψάχνει στα
σκουπίδια του απέναντι σούπερ μάρκετ και της έπιασα κουβέντα. Ευγενική, από ξεπεσμένη αρχοντική οικογένεια. Νησιώτισσα, κυματούσα, θα σας πω άλλη φορά πως ξέπεσε στην στεριά. Ολομόναχη.
Τα τρία αυτά χρόνια υπήρξε μια αρμονική συμβίωση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Ή πόλεμος ή συμβιβασμός. Προτίμησα τον συμβιβασμό. Αρμονική;.. τρόπος του λέγειν.
 Η κυρία Θλιπς δεν έκλεινε ποτέ το στόμα της. Μαγείρευε και μνημόνευε. Γαμώ τα μνημόνια, γαμώ τα. Άπλωνε ρούχα και σχολίαζε τα βρακιά. Ένα στόμα, δεν άφηνε κανέναν απ’ έξω. Ανοιχτές πόρτες, παράθυρα, να παίρνει αέρα το σπίτι, διάφανα όλα. Πανέξυπνη, διαβασμένη, όμως.
Όταν την άρπαξα χτες μουρμούριζε πάλι, μόνη της, γιατί οι Ισπανοί;-δεν έλεγε για το ποδόσφαιρο, σιγά που την ένοιαζε- γιατί οι Ιταλοί; εμείς γιατί; Να ασκήσουμε βέτο , να ασκήσουμε βέτο, φώναζε δυνατά μόνη της, λες και είχε αρχίσει ο αγώνας.
Το κλειδί απ΄ την πόρτα του υπογείου το κρατάω εγώ τώρα. Θα την αφήσω ανελέητα, να πεθάνει. Να ησυχάσω απ’ αυτή. Όταν διαπιστώσω τον θάνατό της, θα τη βαλσαμώσω. Και θα την αφήσω εκεί. Να τη βλέπω και να μην ξεχνάω.
Στους γείτονες θα πω ότι πήγε ταξίδι. Στη χώρα της φαντασίας.


Ταξιδευτής
2 Ιουλίου 2012